Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρευματοειδής , ής, ές ρευ-μα-το-ει-δής επίθ.: ΙΑΤΡ. που οφείλεται σε ρευματισμούς ή σχετίζεται με αυτούς: ~ής: πόνος/πυρετός. Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: ρευματοειδής αρθρίτιδα : αυτοάνοση πάθηση που προκαλεί πόνο, δυσκαμψία και οίδημα στις αρθρώσεις, καθώς και φλεγμονή σε άλλα εξωαρθρικά όργανα του σώματος., ρευματοειδής παράγοντας: αυτοαντίσωμα του αίματος που παρουσιάζεται αυξημένο συνήθ. σε άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα. [< αγγλ. rheumatoid factor, 1949] [< γαλλ. rhumatoïde, αγγλ. rheumatoid]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.