ρηματικός , ή, ό ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με το ρήμα ή προέρχεται από αυτό: ~ός: τύπος. ~ή: ενέργεια. ~ό: επίθετο/θέμα/ουσιαστικό/παράγωγο/σύνολο/σύστημα. ~οί: χρόνοι. Βλ. ονοματικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ρηματική διακοίνωση (διπλωματικός όρ.): ανεπίσημο και ανυπόγραφο διπλωματικό έγγραφο, διατυπωμένο σε τρίτο πρόσωπο: Ο πρεσβευτής απέστειλε/επέδωσε ~ ~ στην κυβέρνηση. Εκδόθηκε ~ ~ από το Υπουργείο Εξωτερικών. Βλ. μεμοράντουμ. [< γαλλ. note verbale] , ρηματική φράση: ΓΛΩΣΣ. αυτή που αποτελείται από το ρήμα, το συμπλήρωμά του, αν υπάρχει, και τους προσδιορισμούς που το συνοδεύουν. Βλ. ονοματική φράση. [< γαλλ. phrase verbale] [< μτγν. ῥηματικός]
ονοματικός, ή, ό [ὀνοματικός] ο-νο-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το όνομα: (ΓΛΩΣΣ.) ~ός: τύπος (: ουσιαστικό ή επίθετο). ~ή: κατάληξη. ~ό: σύνολο (: που έχει στον πυρήνα του έναν ονοματικό τύπο). ~ές: δομές/προτάσεις.|| (ονομαστικός) ~ός: κατάλογος. (ΟΙΚΟΝ.) ~ές: μετοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: ονοματική φράση: ΓΛΩΣΣ. που σχηματίζεται από ένα ή περισσότερα ονόματα, τα άρθρα και τους προσδιορισμούς που τα συνοδεύουν και γενικότ. κάθε συντακτικό στοιχείο που λειτουργεί ως όνομα: απλή/λεξική ~ ~. Κάθε ~ ~ κληρονομεί το γένος, τον αριθμό και την πτώση του ουσιαστικού που λειτουργεί ως κεφαλή της. Βλ. ρηματική φράση. [< γαλλ. phrase nominale] , ονοματικός προσδιορισμός: ΓΡΑΜΜ. που προσδίδει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο όνομα, συνήθ. ουσιαστικό, της πρότασης στο οποίο αναφέρεται: π.χ. Ο Σολωμός, ο ποιητής (: παράθεση). Ο καλός μαθητής (: επιθετικός προσδιορισμός). Βλ. επιρρηματικός προσδιορισμός. [< μτγν. ὀνοματικός, γαλλ. nominal]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.