Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρηξικέλευθος , η/ος, ο ρη-ξι-κέ-λευ-θος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που έρχεται σε ρήξη με το καθιερωμένο, επιχειρεί κάτι νέο, πρωτοπόρος: ~ος: λόγος/χαρακτήρας. ~η: απόφαση/θεωρία/ιδέα/πολιτική. ~ες: λύσεις/προτάσεις. ~α: μέτρα. (για πρόσ.) ~οι διανοητές. Πβ. εικονοκλαστ-, νεωτεριστ-, ριζοσπαστ-ικός, καινοτόμος. [< μτγν. ῥηξικέλευθος ‘αυτός που ανοίγει τον δρόμο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.