ριζικό1 ρι-ζι-κό ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): μοίρα, πεπρωμένο: Ας γίνει ό,τι γράφει το ~ (= γραφτό) μου. Αυτό ήταν το ~ του. Το 'χει το ~ μου. Φταίει το ~ μας. Πβ. γραμμένο, ειμαρμένη, κισμέτ. ● ΦΡ.: αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω [< μεσν. ριζικό(ν)]
ριζικό2 ρι-ζι-κό ουσ. (ουδ.): ΜΑΘ. σύμβολο (√) που δηλώνει την τετραγωνική ρίζα θετικού αριθμού. [< γαλλ. radical]
ριζικός , ή, ό ρι-ζι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη ρίζα: ~ή: αποτρίχωση. Ο ~ σωλήνας του δοντιού.|| ~ό: σύστημα (δέντρου).2. (μτφ.) που γίνεται από τη βάση, θεμελιώδης: ~ή: αλλαγή/ανανέωση/εξυγίανση/μεταβολή/μεταρρύθμιση. Πβ. βασικός, θεμελιακός.3. (μτφ.) ολοκληρωτικός, πλήρης: ~ός: εκσυγχρονισμός. ~ή: αναβάθμιση/διαφορά (απόψεων)/εκτομή (όγκου)/θεραπεία (νόσου)/λύση. ~ά: μέτρα. ● επίρρ.: ριζικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] (μτφ.):~ ανακαινισμένος/ανανεωμένος χώρος. Θα αλλάξει ~ το (πολιτικό) τοπίο. Πβ. εκ βάθρων. [< 1: μτγν. ῥιζικός 2,3: γαλλ. radical]
διαβαίνω
διαβαίνω δια-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {διάβηκε (λόγ.) διέβη, διαβεί, διαβαίν-οντας} (λόγ.) 1. διασχίζω, περνώ: ~ τα βουνά/τη γέφυρα/το μονοπάτι/τον ποταμό. Βλ. περι~.|| (μτφ.) Ο δρόμος που πρέπει να διαβεί δεν είναι εύκολος. Διάβηκε το κατώφλι/την πόρτα της φυλακής.|| (προφ.) Κάντε τόπο να διαβώ!2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) κυλά, παρέρχεται, φεύγει: ~ει η ζωή/ο καιρός. ● ΦΡ.: αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει (παροιμ.): η τύχη παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας., διέβη/πέρασε τον Ρουβίκωνα (απαιτ. λεξιλόγ.): έλαβε κρίσιμη, τολμηρή και αμετάκλητη απόφαση, ξεπέρασε ένα εμπόδιο: ~ ~ και αποφάσισε να εκφράσει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του. [< γαλλ. franclir le Rubicon][< αρχ. διαβαίνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.