Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρινικός , ή, ό ρι-νι-κός επίθ. 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη μύτη: ~ός: βλεννογόνος/ερεθισμός/κνησμός/ψεκασμός. ~ή: απόφυση/καταρροή (πβ. συνάχι)/κοιλότητα/πλύση/συμφόρηση/υγιεινή/φλεγμονή. ~ό: διάφραγμα/επίχρισμα/κάταγμα/σπρέι. ~ές: δίοδοι/θαλάμες (= ρουθούνια). Βλ. παραρρίνιος. 2. ΓΡΑΜΜ. (σπάν.) έρρινος. [< γαλλ. nasal]

παραρρίνιος

παραρρίνιος, α, ο πα-ραρ-ρί-νι-ος επίθ. & παραρρινικός, ή, ό: ΑΝΑΤ. που βρίσκεται δίπλα ή κοντά στις ρινικές κοιλότητες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: παραρρίνιοι κόλποι & παραρρινικοί κόλποι: κάθε ζεύγος αεροφόρων κοιλοτήτων που βρίσκεται στα οστά του προσώπου και επικοινωνεί με τη ρινική κοιλότητα. Βλ. ηθμοειδείς κυψέλες, ιγμόρειο. [< αγγλ. paranasal sinuses] [< αγγλ. paranasal, 1909]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.