Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ροδιά ρο-διά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό οπωροφόρο δέντρο (επιστ. ονομασ. Punica granatum) με λεπτά κλαδιά και μεγάλα κόκκινα άνθη, που καλλιεργείται για τον καρπό του, το ρόδι.
  • ροδιακός , ή, ό ρο-δι-α-κός επίθ. (επίσ.): ροδίτικος. [< μτγν. Ῥοδιακός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.