ρολόι ρο-λό-ι ουσ. (ουδ.) {ρολογ-ιού} & (σπάν.-λαϊκό) ρολόγι 1. συσκευή ή τμήμα συσκευής που δείχνει την ώρα: αδιάβροχο/αθλητικό/αναλογικό/ασημένιο/γυναικείο/επιτραπέζιο/ηλεκτρονικό/καταδυτικό/σπορ/χρυσό/ψεύτικο/ψηφιακό ~. Ανδρικό/γυναικείο ~. ~ ακριβείας/αυτοκινήτου/γραφείου/κινητού (τηλεφώνου)/πολυτελείας/ραδιοφώνου/τοίχου/τσέπης/υπολογιστή/φούρνου/χειρός. ~-ξυπνητήρι. ~-κόσμημα/χρονόμετρο. Δείκτες/καδένα/καντράν/κούμπωμα/λουράκι/μηχανισμός/μπαταρία/χτύποι ~ιού. Κοιτώ/κουρδίζω/ρυθμίζω/φορώ το ~ μου. Το ~ πάει λάθος/μπροστά/πίσω. Το ~ λειτουργεί/σταμάτησε. Το ~ χάνει ένα λεπτό. Στεκόμουν στην ουρά μία ώρα με το ~ (για δήλωση ακριβούς υπολογισμού της ώρας, πολλή ώρα).|| (συνεκδ., κτίσμα όπου βρίσκεται τοποθετημένο:) Tο ~ της εκκλησίας/της πλατείας.|| Σαν καλοκουρδισμένο ~.2. (προφ.) μετρητής: Το ~ της ΔΕΗ.3. ΒΟΤ. πασιφλόρα. ΣΥΝ. ρολογιά (2) ● Υποκ.: ρολογάκι (το) ● Μεγεθ.: ρολογάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικό ρολόι: ΦΥΣΙΟΛ. εσωτερικός μηχανισμός των ζωντανών οργανισμών, ο οποίος ρυθμίζει την περιοδικότητα πολλών βιολογικών λειτουργιών: Ο κύκλος ύπνου-εγρήγορσης καθορίζεται από το ~ ~. Βλ. βιορυθμοί, κιρκαδικός. [< αγγλ. biological clock, 1941] , ηλιακό ρολόι: ΑΣΤΡΟΝ. όργανο που δείχνει την ώρα της ημέρας με τη σκιά που σχηματίζει ο γνώμονάς του πάνω σε οριζόντια βάση. [< γαλλ. cadran solaire] , μοριακό ρολόι βλ. μοριακός ● ΦΡ.: δουλεύει/πάει ρολόι (εμφατ.): λειτουργεί κανονικά, άψογα: Το κινητό/η ομάδα ~ ~. Έκανα φορμάτ στον υπολογιστή και τώρα όλα ~ουν ~., με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού βλ. ακρίβεια1 [< 1: μεσν. ωρολόγιν < μτγν. ὡρολόγιον]
ακρίβεια1
ακρίβεια1 [ἀκρίβεια] α-κρί-βει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λογ.) -είας} 1. συμφωνία με ένα πρότυπο ή με την πραγματικότητα, ορθότητα, αλήθεια: επιστημονική/ιστορική/περιγραφική ~. ~ των ισχυρισμών/της μετάφρασης/των πληροφοριών/των προβλέψεων. Αμφισβητείται η ~ των συμπερασμάτων (= αξιοπιστία, εγκυρότητα). Βλ. αν~.2. (ειδικότ.) απόδοση της πραγματικής αξίας μιας ποσότητας υπό μέτρηση· επιτυχία στην εκτέλεση ενός έργου: μέγιστη/υψηλή/χαμηλή ~. ~ ελέγχου/υπολογισμού. ~ στη βολή/στη ζύγιση/στον σχεδιασμό/στον χειρισμό. Θερμοστάτης/όπλα/όργανα/πύραυλοι ~είας. Με ~ δευτερολέπτου/εκατοστού. Μετρώ/υπολογίζω με ~ (= ακριβώς).|| ~ (= τελειότητα) στις (χορευτικές) κινήσεις. (στον αιωροπτερισμό ή τον αλεξιπτωτισμό:) Αγώνες/αεροπορικοί ελιγμοί ~είας. 3. σαφήνεια: ~ έκφρασης. ~ στη διατύπωση. Απαντώ/εκφράζομαι/μιλάω με ~. Περιγράφω κάτι με ~ (πβ. πιστότητα). ΑΝΤ. ασάφεια ● ΣΥΜΠΛ.: γερμανική/ελβετική ακρίβεια (εμφατ.): (για μηχανισμό, συσκευή γερμανικής ή ελβετικής προέλευσης) μέγιστη ακρίβεια· κατ' επέκτ. συνέπεια, μεθοδικότητα που χαρακτηρίζει στερεοτυπικά τους Ελβετούς ή τους Γερμανούς: Τα δρομολόγια των τρένων εκτελούνται με ~ ~ (: έρχονται ακριβώς στην ώρα τους)., ασκήσεις ακριβείας βλ. άσκηση, ζυγαριά ακριβείας βλ. ζυγαριά ● ΦΡ.: για την ακρίβεια: για να είμαι ακριβής, πιο σαφής, πιο συγκεκριμένος: Είμαι επί πτυχίω φοιτητής, ~ ~ ένα μάθημα μου απομένει. Πβ. συγκεκριμένα., με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού (εμφατ.): όπως είχε προβλεφθεί, με απόλυτη ακρίβεια: Ένα γιγάντιο έργο ολοκληρώθηκε ~ ~. Οι διαδικασίες έγιναν/η υπηρεσία λειτούργησε ~ ~., με μαθηματική ακρίβεια: με απόλυτη βεβαιότητα: Η ιδιότροπη συμπεριφορά του θα τον οδηγήσει ~ ~ σε πλήρη απομόνωση. [< γαλλ. avec une précision mathématique] , με μεγάλη ακρίβεια: χωρίς αποκλίσεις, επακριβώς: Η απόσταση μετρήθηκε ~ ~. Τα αποτελέσματα των εκλογών προβλέφθηκαν με ~ ~. Το τζι πι ες καθοδηγεί ~ ~. ΑΝΤ. κατά προσέγγιση, με χειρουργική ακρίβεια & με ακρίβεια χειρουργού (εμφατ.-συνήθ. μτφ.): με τελειότητα: Ανατέμνει τον ψυχισμό των ηρώων του ~ ~. [< αρχ. ἀκρίβεια, γαλλ. précision]
βιορυθμοί
βιορυθμοί βι-ο-ρυθ-μοί ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. βιορυθμός} & βιορρυθμοί: φυσιολογικές περιοδικές αλλαγές που συντελούνται στους ζωντανούς οργανισμούς (π.χ. ύπνος, αναπαραγωγικός κύκλος) και οι οποίες υποτίθεται ότι επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τη συναισθηματική και διανοητική τους κατάσταση: η θεωρία των ~ών. Αστρολογία και ~. Βλ. βιολογικό ρολόι, κιρκαδικός, χρονοβιολογία. [< αγγλ. biorhythms, 1960, γαλλ. biorythmes, 1972]
μοριακός
μοριακός, ή, ό μο-ρι-α-κός επίθ.: ΧΗΜ. που ανήκει στο μόριο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: όγκος/συντελεστής (αγωγιμότητας). ~ή: απορρόφηση/δέσμη/διάχυση (της θερμότητας)/δομή/εξέλιξη/εξέταση/μηχανική/φυσική. ~ό: διάλυμα/κλάσμα/νέφος/τέστ. Βλ. γραμμο~, δια~, μακρο~, μικρο~, ορθο~, υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μοριακό βάρος & (σχετική) μοριακή μάζα: ΧΗΜ. το άθροισμα των ατομικών βαρών που έχουν τα άτομα ενός μορίου. Βλ. τυπικό βάρος., μοριακό ρολόι: ο ρυθμός εμφάνισης μεταλλάξεων στο γενετικό υλικό κάθε οργανισμού, ο οποίος βοηθά στη χρονολόγηση των ειδών., μοριακός τύπος: ΧΗΜ. ο οποίος εκφράζει το είδος και τον ακριβή αριθμό των ατόμων ενός μορίου: γενικός ~ ~. Ο ~ ~ της αμμωνίας είναι NH3. Πβ. χημικός τύπος. [< γαλλ. formule moléculaire] , μοριακή βιολογία βλ. βιολογία, μοριακή γαστρονομία βλ. γαστρονομία, Μοριακή Γενετική βλ. γενετική, μοριακό κόσκινο βλ. κόσκινο, μοριακοί υπολογιστές βλ. υπολογιστής [< γαλλ. moléculaire]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.