αφομοιώνω [ἀφομοιώνω] α-φο-μοι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {αφομοίω-σα, αφομοιώ-σει, -θηκε, αφομοιω-θεί, -μένος} 1. (μτφ.) κάνω κτήμα μου, αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς μου ή του συνόλου στο οποίο ανήκω: ~ το μάθημα/μια ξένη γλώσσα (= κατακτώ, μαθαίνω)/πολιτιστικά στοιχεία/τη διδαχθείσα ύλη. Μια κοινωνία ~ει τους μετανάστες (= ενσωματώνει, εντάσσει). Όταν κοιμόμαστε, ο εγκέφαλος επεξεργάζεται και ~ει όσα έμαθε. ~μένες: γνώσεις/επιρροές/λέξεις (ΑΝΤ. αναφομοίωτος). Πβ. εμπεδώνω. 2. μετατρέπω τα προϊόντα της πέψης των τροφών σε χημικές ουσίες των ιστών του σώματος: Το ασβέστιο/η πρωτεΐνη/ο σίδηρος ~εται (= απορροφάται) από τον οργανισμό. Τα φρούτα απαιτούν μικρή ποσότητα ενέργειας για να ~θούν (= χωνευτούν). 3. ΓΛΩΣΣ. (συνήθ. μεσοπαθ.) υφίσταμαι αφομοίωση: Στη λέξη συγγνώμη (συν + γνώμη) το "ν" ~εται από το "γ". [< αρχ. ἀφομοιῶ ‘καθιστώ όμοιο, απεικονίζω, συγκρίνω’, γαλλ. assimiler]
βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]
σφουγγάρι σφουγ-γά-ρι ουσ. (ουδ.) {σφουγγαρ-ιού | -ιών} 1. μαλακό, πορώδες, απορροφητικό υλικό που χρησιμοποιείται κυρ. για πλύσιμο ή καθάρισμα: συνθετικό/φυσικό ~. Φυτικό ~ (πβ. λούφα2). ~ κουζίνας/μπάνιου/(σχολικού) πίνακα. ~ γυαλίσματος/καθαρισμού/πλύσης. ~ απολέπισης (σώματος). Τρίψιμο με ~. Έπλυνε το αυτοκίνητο με κουβά και ~. ΣΥΝ. σπόγγος 2. ΖΩΟΛ. πολυκύτταρος θαλάσσιος οργανισμός (φύλο Porifera) που ζει προσκολλημένος στον βυθό, σχηματίζοντας αποικίες και αλιεύεται κυρ. για την παραγωγή του αντίστοιχου προϊόντος: μεσογειακό ~. Αλιεία ~ιών (= σπογγαλιεία). Βλ. κοιλεντερωτά. ● Υποκ.: σφουγγαράκι (το) ● ΦΡ.: πίνει σαν σφουγγάρι/νεροφίδα: καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι: έχει μεγάλη απορροφητικότητα: Τα τηγανητά τραβούν το λάδι ~. Το ξύλο πίνει την υγρασία ~. [< μεσν. σφουγγάρι < μτγν. σπογγάριον, σφογγάριον < αρχ. σπόγγος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ