καφές κα-φές ουσ. (αρσ.) {καφ-έδες} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ρόφημα από καβουρδισμένους και αλεσμένους σπόρους καφεόδεντρου: αρωματικός/αχνιστός/δυνατός/ελαφρύς/ζεστός/κρύος (βλ. φραπέ)/μυρωδάτος/παγωμένος ~. Ιρλανδικός/ιταλικός (βλ. εσπρέσο, καπουτσίνο, μοκατσίνο, φρέντο, φρεντοτσίνο) ~. ~ με γάλα/χωρίς ζάχαρη. Μια κούπα ~έ. Μηχανή (για) ~έ (= καφετιέρα). Αυτόματο μηχάνημα ~έ. Σερβίτσιο (του) ~έ. Μια γουλιά/ρουφηξιά ~έ. Ο ~ είναι σκέτο δηλητήριο/φαρμάκι (: πολύ πικρός). Πιες έναν ~έ, να ξενυστάξεις (βλ. καφεΐνη). Έχω κόψει τους ~έδες. Κάνει ωραίους ~έδες. Βλ. ντεκαφεϊνέ.|| (ειδικότ., για ελληνικό ~έ:) ~ στο γκαζάκι/στο καμινέτο/στη χόβολη. Το κατακάθι του ~έ. Μου χύθηκε ο ~. -Πώς πίνεις τον ~έ σου; -Βαρύ/γλυκό/γλυκύ βραστό/μέτριο/σκέτο. Λέει τον ~έ (βλ. καφετζού).|| (σε συνταγές:) Ένα φλιτζάνι (του) ~έ ζάχαρη.2. ΒΟΤ. (συνεκδ.) το καφεόδεντρο ή κυρ. οι σπόροι του: φυτείες ~έ.|| Αραβικός (βλ. μόκα)/βραζιλιάνικος/κολομβιανός ~ (: ποικιλίες ~έ). Αλεσμένος/φρεσκοκομμένος ~. Βλ. χαρμάνι, -ές. ● Υποκ.: καφεδάκι (το) & (σπάν.) καφεδάκος (ο): στη σημ. 1: Να σου φτιάξω ένα ~; ● ΣΥΜΠΛ.: ελληνικός καφές & (προφ.) ελληνικός: που βράζεται σε μπρίκι με νερό και συνήθ. ζάχαρη. Βλ. καϊμάκι., καφές φίλτρου/γαλλικός καφές: που παράγεται κατά τη διέλευση ζεστού νερού από χάρτινο, πλαστικό ή μεταλλικό φίλτρο (καφετιέρας), στο οποίο έχουν τοποθετηθεί αλεσμένοι κόκκοι καφέ. [< γαλλ. café filtre] , πρωινός καφές1. (μτφ.) πρωινή σύσκεψη: ~ ~ μεταξύ του πρωθυπουργού και των στενών του συνεργατών. Τι συζητήθηκε στον ~ό ~έ; Βλ. μπρίφινγκ.2. που πίνεται το πρωί. [< αγγλ. morning coffee] , στιγμιαίος καφές: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. καφές σε κόκκους, ο οποίος διαλύεται αμέσως με λίγο ζεστό ή κρύο νερό. Πβ. νες καφέ, φραπέ. [< αγγλ. instant coffee, 1901] , τούρκικος καφές: ο ελληνικός., καραβίσιος καφές βλ. καραβίσιος ● ΦΡ.: διάλειμμα για καφέ (κυρ. σε συνέδρια ή σεμινάρια): σύντομη διακοπή για καφέ, αναψυκτικά και ελαφρά εδέσματα. [< αγγλ. coffee break, 1951] , πάμε για (έναν) καφέ; (προφ.): τρόπος για να ζητήσει, να προτείνει κάποιος συνάντηση ή ραντεβού συνήθ. σε καφετέρια: ~ ~ ή ποτό; Τι λέτε, ~ ~ (= είστε για έναν ~έ); Πήγαμε ~ και τα είπαμε λιγάκι., ο καφές της παρηγοριάς βλ. παρηγοριά [< μεσν. καφές, ιταλ. caffé, γαλλ. café < τουρκ. kahve]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.