Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρόφημα [ῥόφημα] ρό-φη-μα ουσ. (ουδ.): υγρό παρασκεύασμα που πίνεται ζεστό ή κρύο: αναζωογονητικό/ενεργειακό/ισοτονικό/καυτό/παγωμένο (πβ. γρανίτα)/πρωινό/πρωτεϊνικό/στιγμιαίο/τονωτικό ~. ~ κακάο/σόγιας/σοκολάτας. ~ με γάλα/ζάχαρη/κανέλα. Δροσιστικό ~ καρύδας/φρούτων (= φρουτοχυμός). Πβ. αφέψημα, ζεστό. Βλ. καφές, τσάι. [< πβ. αρχ. ῥόφημα ‘χυλός’, γαλλ. infusion]

καφές

καφές κα-φές ουσ. (αρσ.) {καφ-έδες} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ρόφημα από καβουρδισμένους και αλεσμένους σπόρους καφεόδεντρου: αρωματικός/αχνιστός/δυνατός/ελαφρύς/ζεστός/κρύος (βλ. φραπέ)/μυρωδάτος/παγωμένος ~. Ιρλανδικός/ιταλικός (βλ. εσπρέσο, καπουτσίνο, μοκατσίνο, φρέντο, φρεντοτσίνο) ~. ~ με γάλα/χωρίς ζάχαρη. Μια κούπα ~έ. Μηχανή (για) ~έ (= καφετιέρα). Αυτόματο μηχάνημα ~έ. Σερβίτσιο (του) ~έ. Μια γουλιά/ρουφηξιά ~έ. Ο ~ είναι σκέτο δηλητήριο/φαρμάκι (: πολύ πικρός). Πιες έναν ~έ, να ξενυστάξεις (βλ. καφεΐνη). Έχω κόψει τους ~έδες. Κάνει ωραίους ~έδες. Βλ. ντεκαφεϊνέ.|| (ειδικότ., για ελληνικό ~έ:) ~ στο γκαζάκι/στο καμινέτο/στη χόβολη. Το κατακάθι του ~έ. Μου χύθηκε ο ~. -Πώς πίνεις τον ~έ σου; -Βαρύ/γλυκό/γλυκύ βραστό/μέτριο/σκέτο. Λέει τον ~έ (βλ. καφετζού).|| (σε συνταγές:) Ένα φλιτζάνι (του) ~έ ζάχαρη. 2. ΒΟΤ. (συνεκδ.) το καφεόδεντρο ή κυρ. οι σπόροι του: φυτείες ~έ.|| Αραβικός (βλ. μόκα)/βραζιλιάνικος/κολομβιανός ~ (: ποικιλίες ~έ). Αλεσμένος/φρεσκοκομμένος ~. Βλ. χαρμάνι, -ές. ● Υποκ.: καφεδάκι (το) & (σπάν.) καφεδάκος (ο): στη σημ. 1: Να σου φτιάξω ένα ~; ● ΣΥΜΠΛ.: ελληνικός καφές & (προφ.) ελληνικός: που βράζεται σε μπρίκι με νερό και συνήθ. ζάχαρη. Βλ. καϊμάκι., καφές φίλτρου/γαλλικός καφές: που παράγεται κατά τη διέλευση ζεστού νερού από χάρτινο, πλαστικό ή μεταλλικό φίλτρο (καφετιέρας), στο οποίο έχουν τοποθετηθεί αλεσμένοι κόκκοι καφέ. [< γαλλ. café filtre] , πρωινός καφές 1. (μτφ.) πρωινή σύσκεψη: ~ ~ μεταξύ του πρωθυπουργού και των στενών του συνεργατών. Τι συζητήθηκε στον ~ό ~έ; Βλ. μπρίφινγκ. 2. που πίνεται το πρωί. [< αγγλ. morning coffee] , στιγμιαίος καφές: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. καφές σε κόκκους, ο οποίος διαλύεται αμέσως με λίγο ζεστό ή κρύο νερό. Πβ. νες καφέ, φραπέ. [< αγγλ. instant coffee, 1901] , τούρκικος καφές: ο ελληνικός., καραβίσιος καφές βλ. καραβίσιος ● ΦΡ.: διάλειμμα για καφέ (κυρ. σε συνέδρια ή σεμινάρια): σύντομη διακοπή για καφέ, αναψυκτικά και ελαφρά εδέσματα. [< αγγλ. coffee break, 1951] , πάμε για (έναν) καφέ; (προφ.): τρόπος για να ζητήσει, να προτείνει κάποιος συνάντηση ή ραντεβού συνήθ. σε καφετέρια: ~ ~ ή ποτό; Τι λέτε, ~ ~ (= είστε για έναν ~έ); Πήγαμε ~ και τα είπαμε λιγάκι., ο καφές της παρηγοριάς βλ. παρηγοριά [< μεσν. καφές, ιταλ. caffé, γαλλ. café < τουρκ. kahve]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.