Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σάρκωμα σάρ-κω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος ο οποίος αναπτύσσεται σε ιστό που προέρχεται από το μεσόδερμα (κυρ. σε μυς, οστά, χόνδρους, αγγεία). Βλ. αγγειο~, λειομυο~, λεμφο~, λιπο~, οστεο~, ραβδομυο~, -ωμα2. [< μτγν. σάρκωμα 'σαρκώδες εξόγκωμα', γαλλ. sarcome, αγγλ. sarcoma]
  • σαρκωματώδης , ης, ες σαρ-κω-μα-τώ-δης επίθ. {σαρκωματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο σάρκωμα: ~η νεοπλασματικά κύτταρα. Βλ. -ώδης. [< γαλλ. sarcomateux, αγγλ. sarcomatous]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.