σάρκωμα σάρ-κω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος ο οποίος αναπτύσσεται σε ιστό που προέρχεται από το μεσόδερμα (κυρ. σε μυς, οστά, χόνδρους, αγγεία). Βλ. αγγειο~, λειομυο~, λεμφο~, λιπο~, οστεο~, ραβδομυο~, -ωμα2. [< μτγν. σάρκωμα 'σαρκώδες εξόγκωμα', γαλλ. sarcome, αγγλ. sarcoma]
σαρκωματώδης , ης, ες σαρ-κω-μα-τώ-δης επίθ. {σαρκωματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο σάρκωμα: ~η νεοπλασματικά κύτταρα. Βλ. -ώδης. [< γαλλ. sarcomateux, αγγλ. sarcomatous]
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.