Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σάψαλο σά-ψα-λο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-μειωτ.): (για πρόσ.) σωματικά καταβεβλημένος, γερασμένος. Πβ. ραμολιμέντο, χούφταλο. Βλ. ερείπιο. [< τουρκ. şapşal]

ερείπιο

ερείπιο [ἐρείπιο] ε-ρεί-πι-ο ουσ. (ουδ.) {ερειπί-ου | -ων} 1. υπόλειμμα οικοδομικής συνήθ. κατασκευής που έχει καταστραφεί, κατεδαφιστεί ή φθαρεί: μεσαιωνικά/ρωμαϊκά ~α. Το ~ του εργοστασίου. Σωροί ~ων.|| (σε αρχαιολογικό χώρο) Σώζονται ~α από την ακρόπολη.|| (μτφ., για κτίσμα παραμελημένο, σε κακή κατάσταση) Σχολείο-~. Το σπίτι κατάντησε ~. Πβ. γκρεμίσματα, ρημάδι, συντρίμμι, χάλασμα. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι καταπονημένος, καταβεβλημένος, γερασμένος· Δεν κοιμήθηκα καλά και είμαι (ένα) ~. Πβ. κουρέλι, ράκος. [< 1: αρχ. ἐρείπιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.