Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σαΐνι σα-ΐ-νι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (μτφ.) άνθρωπος πανέξυπνος, εύστροφος: Ήταν ~, τα καταλάβαινε όλα με την πρώτη.|| (ειρων.) ~ μου εσύ! Πβ. ατσίδα, εξπέρ, ξεφτέρι, ξύπνιος, ξυράφι, πιάνει πουλιά στον αέρα, σπίρτο, τζιμάνι, τσακάλι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 2. ΟΡΝΙΘ. (σπάν.) γεράκι. [< τουρκ. şahin]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.