Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σαλονάτος , η, ο [σαλονᾶτος] σα-λο-νά-τος επίθ. (αργκό): που ανήκει ή αναφέρεται στην υψηλή κοινωνία· που παρέχει πολυτέλεια και ανέσεις: (ειρων.) ~η: κυρία. Πβ. κοσμικός.|| ~ο γήπεδο, πλήρως στεγασμένο. Πβ. λουσ-, χλιδ-άτος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.