Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σαμπανιζέ σα-μπα-νι-ζέ επίθ. {άκλ.} 1. (για κρασί) που αφρίζει όπως η σαμπάνια. 2. που έχει το χρώμα της σαμπάνιας, σαμπανί: ~ απόχρωση/σκιά/φόρεμα.|| (ως ουσ.) Μεταλλικό ~ (: το αντίστοιχο χρώμα). Πβ. ιβουάρ, κρεμ. [< γαλλ. champagnisé]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.