σαμπουάν σα-μπου-άν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. προϊόν σε υγρή, κρεμώδη ή τζελ μορφή για το λούσιμο, τον καθαρισμό και την περιποίηση των μαλλιών: απαλό/ενυδατικό/παιδικό/τονωτικό ~. ~ για κανονικά/λιπαρά/ξηρά μαλλιά. Βιολογικά ~ με αιθέρια έλαια/γαλάκτωμα αμυγδάλου. Ειδικό ~ κατά της πιτυρίδας/της τριχόπτωσης. Βλ. αφρόλουτρο, κοντίσιονερ, λοσιόν, χρωμο~.2. (κατ' επέκτ.) προϊόν καθαρισμού σε ρευστή μορφή: ~ αυτοκινήτου/χαλιών. ~ για ζώα. [< γαλλ. shampooing]
αφρόλουτρο
αφρόλουτρο[ἀφρόλουτρο] α-φρό-λου-τρο ουσ. (ουδ.) 1. σαπούνι σε ρευστή μορφή για τον καθαρισμό και την περιποίηση του σώματος: αρωματικό/χαλαρωτικό ~. ~ με ενυδατική δράση. ~-σαμπουάν. Πβ. αφροντούς.2. μπάνιο με το ανάλογο προϊόν σε γεμάτη μπανιέρα: ~ με αιθέρια έλαια. Βλ. -λουτρο. [< αγγλ. bubble bath, 1949]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.