σανίδα σα-νί-δα ουσ. (θηλ.) 1. λεπτό, επίπεδο και μακρόστενο ξύλο: δρύινες ~ες. ~ες οικοδομής (βλ. γυψο~, τσιμεντο~)/οροφής/πατώματος. ~ες καλουπώματος/κοψίματος (π.χ. λαχανικών). Πβ. μαδέρι, τάβλα. ΣΥΝ. σανίδι. Βλ. ινο~, μοριο~.|| (μτφ.) ~ ισορροπίας (βλ. δοκός)/καταδύσεων (= βατήρας)/κολύμβησης/σιδερώματος (= σιδερώστρα). ~ του σερφ (= ιστιο~)/σκέιτμπορντ/σνόουμπορντ (= χιονο~).2. (μτφ.-προφ., ως χαρακτηρισμός) που δεν έχει καμπύλες, επίπεδος: κοιλιά ~. ● Υποκ.: σανιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα & (λαϊκό) βρεμένη σανίδα: ξυλοφόρτωμα, βαριά χτυπήματα: Α, ρε ~ ~ που θέλει/του χρειάζεται.|| (απειλητ.) Θα πάρω μια ~ ~ και θα σε περιλάβω (: θα σε δείρω)., σανίδα σωτηρίας βλ. σωτηρία [< μεσν. σανίδα < αρχ. σανίς, αγγλ. board]
σωτηρία
σωτηρία σω-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απαλλαγή από επικίνδυνη, πιεστική ή ανεπιθύμητη κατάσταση: αναπάντεχη/ανέλπιστη/πολυπόθητη ~. Έκκληση/ελπίδα/επιχείρηση/κίνηση/λύση/μέτρα/σχέδιο ~ας. Η ~ του πλανήτη/της Γης. Οφείλω/χρωστώ τη ~ μου σε ... Στήθηκε γέφυρα ~ας για τη διάσωση του πληθυσμού.|| (προφ.) Δεν έχω ~ (: δεν με σώζει τίποτα). Ψάχνει τη ~ του στο ποτό. ΣΥΝ. γλιτωμός, λυτρωμός, λύτρωση 2. ΘΕΟΛ. λύτρωση της ψυχής από την αμαρτία. ● ΣΥΜΠΛ.: σανίδα σωτηρίας (μτφ.): έσχατο μέσο λύτρωσης σε περιπτώσεις απόγνωσης, αδιεξόδου: Στο πρόσωπό της βρήκε ~ ~. Αναζητά ~ ~. Πβ. σωσίβιο. [< γαλλ. planche de salut] , Στρατός (της) Σωτηρίας: διεθνής χριστιανική ιεραποστολική οργάνωση. [< αγγλ. Salvation Army] , άγγελος σωτηρίας βλ. άγγελος, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας βλ. κυβέρνηση [< αρχ. σωτηρία]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.