Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σανίδα σα-νί-δα ουσ. (θηλ.) 1. λεπτό, επίπεδο και μακρόστενο ξύλο: δρύινες ~ες. ~ες οικοδομής (βλ. γυψο~, τσιμεντο~)/οροφής/πατώματος. ~ες καλουπώματος/κοψίματος (π.χ. λαχανικών). Πβ. μαδέρι, τάβλα. ΣΥΝ. σανίδι. Βλ. ινο~, μοριο~.|| (μτφ.) ~ ισορροπίας (βλ. δοκός)/καταδύσεων (= βατήρας)/κολύμβησης/σιδερώματος (= σιδερώστρα). ~ του σερφ (= ιστιο~)/σκέιτμπορντ/σνόουμπορντ (= χιονο~). 2. (μτφ.-προφ., ως χαρακτηρισμός) που δεν έχει καμπύλες, επίπεδος: κοιλιά ~. ● Υποκ.: σανιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα & (λαϊκό) βρεμένη σανίδα: ξυλοφόρτωμα, βαριά χτυπήματα: Α, ρε ~ ~ που θέλει/του χρειάζεται.|| (απειλητ.) Θα πάρω μια ~ ~ και θα σε περιλάβω (: θα σε δείρω)., σανίδα σωτηρίας βλ. σωτηρία [< μεσν. σανίδα < αρχ. σανίς, αγγλ. board]

σωτηρία

σωτηρία σω-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απαλλαγή από επικίνδυνη, πιεστική ή ανεπιθύμητη κατάσταση: αναπάντεχη/ανέλπιστη/πολυπόθητη ~. Έκκληση/ελπίδα/επιχείρηση/κίνηση/λύση/μέτρα/σχέδιο ~ας. Η ~ του πλανήτη/της Γης. Οφείλω/χρωστώ τη ~ μου σε ... Στήθηκε γέφυρα ~ας για τη διάσωση του πληθυσμού.|| (προφ.) Δεν έχω ~ (: δεν με σώζει τίποτα). Ψάχνει τη ~ του στο ποτό. ΣΥΝ. γλιτωμός, λυτρωμός, λύτρωση 2. ΘΕΟΛ. λύτρωση της ψυχής από την αμαρτία. ● ΣΥΜΠΛ.: σανίδα σωτηρίας (μτφ.): έσχατο μέσο λύτρωσης σε περιπτώσεις απόγνωσης, αδιεξόδου: Στο πρόσωπό της βρήκε ~ ~. Αναζητά ~ ~. Πβ. σωσίβιο. [< γαλλ. planche de salut] , Στρατός (της) Σωτηρίας: διεθνής χριστιανική ιεραποστολική οργάνωση. [< αγγλ. Salvation Army] , άγγελος σωτηρίας βλ. άγγελος, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας βλ. κυβέρνηση [< αρχ. σωτηρία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.