Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σανδαράχη σαν-δα-ρά-χη ουσ. (θηλ.) & σανδαράκη 1. ΟΡΥΚΤ. θειούχο ορυκτό του αρσενικού: κίτρινη/κόκκινη ~. 2. ΧΗΜ. ρητίνη που χρησιμοποιείται συνήθ. στη βιομηχανία χρωμάτων και σε επιστρώσεις. [< αρχ. σανδαράκη, γαλλ. sandaraque, αγγλ. sandarac]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.