Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σαφράν σα-φράν ουσ. (ουδ.) & σαφράνι & (σπάν.) ζαφράν: ΜΑΓΕΙΡ. το φυτό κρόκος, το μπαχαρικό που προέρχεται από αυτό και η σχετική κίτρινη χρωστική ουσία: κόκκινο ~. Ίνες/κλωστές/σκόνη ~. Ρύζι/ψωμί με ~. ΣΥΝ. ζαφορά [< μεσν. σαφράν < γαλλ. safran]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.