Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σβάρνα σβάρ-να ουσ. (θηλ.): γεωργικό εργαλείο με ακίδες, που σύρεται από τρακτέρ και χρησιμοποιείται για τον θρυμματισμό σβόλων, το ίσιωμα της επιφάνειας του οργωμένου εδάφους και το φύτεμα σπόρων: αλυσιδωτή/δονούμενη/οδοντωτή ~. Περιστροφικές ~ες. Βλ. δισκο~. ● ΦΡ.: παίρνω σβάρνα (μτφ.-λαϊκό) 1. πηγαίνω σε πολλά μέρη διαδοχικά: Πήρα ~ τα περίπτερα, για να βρω την εφημερίδα. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) Παίρνουν ~ τα κανάλια και μιλούν επί παντός επιστητού.|| ~ ~ όλα τα σάιτ/φόρουμ. ΣΥΝ. παίρνω αμπάριζα (2) 2. παρασύρω κάτι ή κάποιον στο πέρασμά μου: Πήρε ~ ό,τι βρήκε μπροστά του. Βλ. σβαρνίζω.|| (μτφ.) Έχει πάρει ~ όλους τους αντιπάλους του (: τους έχει νικήσει). [< μεσν. σβάρνα]

σβαρνίζω

σβαρνίζω σβαρ-νί-ζω ρ. (μτβ.) {σβάρνι-σα, σπάν. -στηκε, -σμένος} & (σπάν.) σβαρνώ (λαϊκό) 1. ΓΕΩΡΓ. διαλύω τους σβόλους οργωμένου χωραφιού με σβάρνα. 2. (μτφ.) ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω και το(ν) σέρνω. [< μεσν. σβαρνίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.