σβάρνα σβάρ-να ουσ. (θηλ.): γεωργικό εργαλείο με ακίδες, που σύρεται από τρακτέρ και χρησιμοποιείται για τον θρυμματισμό σβόλων, το ίσιωμα της επιφάνειας του οργωμένου εδάφους και το φύτεμα σπόρων: αλυσιδωτή/δονούμενη/οδοντωτή ~. Περιστροφικές ~ες. Βλ. δισκο~. ● ΦΡ.: παίρνω σβάρνα (μτφ.-λαϊκό) 1. πηγαίνω σε πολλά μέρη διαδοχικά: Πήρα ~ τα περίπτερα, για να βρω την εφημερίδα. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) Παίρνουν ~ τα κανάλια και μιλούν επί παντός επιστητού.|| ~ ~ όλα τα σάιτ/φόρουμ. ΣΥΝ. παίρνω αμπάριζα (2) 2. παρασύρω κάτι ή κάποιον στο πέρασμά μου: Πήρε ~ ό,τι βρήκε μπροστά του. Βλ. σβαρνίζω.|| (μτφ.) Έχει πάρει ~ όλους τους αντιπάλους του (: τους έχει νικήσει). [< μεσν. σβάρνα]
σβαρνίζω
σβαρνίζω σβαρ-νί-ζω ρ. (μτβ.) {σβάρνι-σα, σπάν. -στηκε, -σμένος} & (σπάν.) σβαρνώ (λαϊκό) 1. ΓΕΩΡΓ. διαλύω τους σβόλους οργωμένου χωραφιού με σβάρνα. 2. (μτφ.) ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω και το(ν) σέρνω. [< μεσν. σβαρνίζω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.