Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σεξουαλικότητα σε-ξου-α-λι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το σύνολο των εκδηλώσεων, συμπεριφορών που σχετίζονται με το γενετήσιο ένστικτο και την ικανοποίησή του: ανδρική/ανθρώπινη/γυναικεία/ενήλικη/ετερόφυλη/ετεροφυλόφιλη/καταπιεσμένη/παιδική/υγιής ~. Η ~ των εφήβων. Διαταραχές της ~ας (βλ. ανικανότητα, νυμφομανία, πρόωρη εκσπερμάτωση, ψυχρότητα). Έχει έντονη ~. Πβ. λίμπιντο. Βλ. αμφι~, α~, ετερο~, παν~, τραν~, υπερ~, -ότητα. ΣΥΝ. σεξουαλισμός [< γαλλ. sexualité, αγγλ. sexuality]

ανικανότητα

ανικανότητα [ἀνικανότητα] α-νι-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. αδυναμία κάποιου να κάνει κάτι: διαχειριστική/πολιτική ~. ~ των αρμοδίων/των δημοσίων υπηρεσιών/ενός συστήματος (πβ. αναξιότητα, ανεπάρκεια, ανεπιτηδειότητα, βλ. αναποτελεσματικότητα). ~ αντιμετώπισης προβλημάτων/ελέγχου των κινήσεων/επικοινωνίας/επίτευξης συμφωνίας/κατανόησης (: αδυναμία). Κατηγορήθηκε για ~ στην άσκηση των καθηκόντων του.|| (ΙΑΤΡ.) Διανοητική/πνευματική/σωματική/φυσική ~ (πβ. αναπηρία). Μερική/μόνιμη/ολική/προσωρινή ~ για εργασία (πβ. ακαταλληλότητα). Άδεια/επίδομα/σύνταξη ~ας. Αποζημίωση/ασφαλιστική κάλυψη για ~ εργασίας. ΑΝΤ. ικανότητα (1) 2. ΙΑΤΡ. (για άνδρα) αδυναμία εκτέλεσης της σεξουαλικής πράξης: ανδρική/παροδική/χρόνια/ψυχογενής ~. Πβ. στυτική δυσλειτουργία. Βλ. ανοργασμία. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαιοπρακτική ανικανότητα βλ. δικαιοπρακτικός [< 1: μτγν. ἀνικανότης 2: γαλλ. impuissance]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.