σεξουαλικότητα σε-ξου-α-λι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το σύνολο των εκδηλώσεων, συμπεριφορών που σχετίζονται με το γενετήσιο ένστικτο και την ικανοποίησή του: ανδρική/ανθρώπινη/γυναικεία/ενήλικη/ετερόφυλη/ετεροφυλόφιλη/καταπιεσμένη/παιδική/υγιής ~. Η ~ των εφήβων. Διαταραχές της ~ας (βλ. ανικανότητα, νυμφομανία, πρόωρη εκσπερμάτωση, ψυχρότητα). Έχει έντονη ~. Πβ. λίμπιντο. Βλ. αμφι~, α~, ετερο~, παν~, τραν~, υπερ~, -ότητα. ΣΥΝ. σεξουαλισμός [< γαλλ. sexualité, αγγλ. sexuality]
ανικανότητα
ανικανότητα [ἀνικανότητα] α-νι-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. αδυναμία κάποιου να κάνει κάτι: διαχειριστική/πολιτική ~. ~ των αρμοδίων/των δημοσίων υπηρεσιών/ενός συστήματος (πβ. αναξιότητα, ανεπάρκεια, ανεπιτηδειότητα, βλ. αναποτελεσματικότητα). ~ αντιμετώπισης προβλημάτων/ελέγχου των κινήσεων/επικοινωνίας/επίτευξης συμφωνίας/κατανόησης (: αδυναμία). Κατηγορήθηκε για ~ στην άσκηση των καθηκόντων του.|| (ΙΑΤΡ.) Διανοητική/πνευματική/σωματική/φυσική ~ (πβ. αναπηρία). Μερική/μόνιμη/ολική/προσωρινή ~ για εργασία (πβ. ακαταλληλότητα). Άδεια/επίδομα/σύνταξη ~ας. Αποζημίωση/ασφαλιστική κάλυψη για ~ εργασίας. ΑΝΤ. ικανότητα (1) 2. ΙΑΤΡ. (για άνδρα) αδυναμία εκτέλεσης της σεξουαλικής πράξης: ανδρική/παροδική/χρόνια/ψυχογενής ~. Πβ. στυτική δυσλειτουργία. Βλ. ανοργασμία. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαιοπρακτική ανικανότητα βλ. δικαιοπρακτικός [< 1: μτγν. ἀνικανότης 2: γαλλ. impuissance]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.