σημαίνων , ουσα, ον ση-μαί-νων επίθ. {σημαίν-οντος (θηλ. -ουσας), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (απαιτ. λεξιλόγ.): πολύ σημαντικός: ~ων: επιστήμονας/παράγοντας. ~ουσα: θέση/παρουσία/προσωπικότητα/σημασία/φυσιογνωμία. ~ον: μέλος .../στέλεχος (της εταιρείας). ~οντα: πρόσωπα. Νομοθετικές ρυθμίσεις σε ~οντες τομείς της εκπαίδευσης. Παίζει ~οντα ρόλο. Πβ. σπουδαίος. ΑΝΤ. ασήμαντος ● βλ. σημαίνει [< μτχ. ενεστ. του ρ. σημαίνω, αγγλ. significant]
σημαίνει
σημαίνει ση-μαί-νει ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {σήμα-νε, σημά-νει, -νθηκε, -νθεί} 1. έχει ορισμένη σημασία (σε μια συγκεκριμένη γλώσσα): Θαλπωρή ~ "ζεστασιά". Έκφραση/λέξη/όρος/φράση που ~ (κάτι) στα Ελληνικά/Ιταλικά. Πβ. δηλώνει.2. (μτφ.) έχει ως βαθύτερο νόημα ή αποτέλεσμα, επακόλουθο· έχει μεγάλη αξία: Επικοινωνία ~ διάλογος. Ανάπτυξη δεν ~ και (: ισοδυναμεί με) βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Δεν κατάλαβα τι σήμαινε το γέλιο του (πβ. υποδηλώνει, φανερώνω). Τώρα θα δεις τι ~ μοναξιά.|| Να πεις τη γνώμη σου, αλλά αυτό δεν ~ (πβ. έπεται) ότι θα μου την επιβάλεις. Αποφάσεις που ~ναν (: σηματοδότησαν) την απαρχή νέας πολιτικής. Γεγονός που ~νε το τέλος της καριέρας του. Πβ. συνεπάγεται.|| Η παρουσία του ~ πολλά (: είναι ιδιαίτερα σημαντική) για μένα.3. (για όργανο) ηχεί με σκοπό να γνωστοποιηθεί, να ανακοινωθεί ή να αναγγελθεί κάτι επίσημα ή δημόσια: ~νε το κουδούνι. ~ναν οι σειρήνες. Οι καμπάνες των εκκλησιών ~ναν χαρμόσυνα. Έχει ~νει εγερτήριο/σιωπητήριο. Το ρολόι ~νε (= χτύπησε) μεσάνυχτα.|| (μτφ.) ~νε το καμπανάκι του κινδύνου.|| (σπανιότ.) Ο παπάς ~νε την καμπάνα. Πβ. κρούω, χτυπώ. ● σημαίνω (μτφ.): δίνω το σήμα ή το έναυσμα για κάτι: ~νε την έναρξη/τη λήξη των εκδηλώσεων/του φεστιβάλ. ~νε αντεπίθεση/υποχώρηση.|| ~νε η αντίστροφη μέτρηση για ... ● Παθ.: σημαίνεται: για κάτι που δηλώνεται με διακριτικό σημείο, στο οποίο τοποθετείται σήμανση: Πινακίδες με τις οποίες ~ η είσοδος στον/έξοδος από τον αυτοκινητόδρομο. (Αδέσποτα) ζώα ~νθηκαν και καταγράφηκαν.|| (ειδικότ., ΔΙΑΔΙΚΤ.) Θέματα του φόρουμ που έχουν ~θεί ως αναγνωσμένα (: με σήμα σε ηλεκτρονική μορφή). ● ΦΡ.: σημαίνω (τον) συναγερμό (μτφ.) 1. & σημαίνει συναγερμός: οδηγώ σε γενική κινητοποίηση λόγω έκτακτης ανάγκης: Δύο πυρκαγιές σήμαναν ~ στην πυροσβεστική υπηρεσία.|| Αμέσως/ξαφνικά σήμανε (ο) συναγερμός.2. προειδοποιώ για άμεσο και μεγάλο κίνδυνο: Οι επιστήμονες ~ουν ~ (για τις κλιματικές αλλαγές). ΣΥΝ. κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου).|| (κυριολ.) Οι επιβάτες ~ναν ~, για να σταματήσει το τρένο., σήμανε (το) τέλος: έφτασε το τέλος: ~ ~ της πολιτικής του απομονωτισμού. ~ τέλος εποχής για ..., ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα ● βλ. σεσημασμένος, σημαίνων [< αρχ. σημαίνω, γαλλ. signifier, sonner]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.