Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σημαιοφόρος ση-μαι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που κρατά την εθνική σημαία σε παρέλαση ή άλλη επίσημη γιορτή ως τιμητική συνήθ. διάκριση: ~ της αποστολής (: σε Ολυμπιακούς Αγώνες)/του σχολείου. Βλ. -φόρος, παραστάτης. 2. (μτφ.) πρωτεργάτης, μπροστάρης: ~ της ανανέωσης/της δημοκρατίας/του κινήματος. Πβ. πρωτο-μάστορας, -πόρος, σκαπανέας. 3. ΣΤΡΑΤ. αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο κατά έναν βαθμό: δόκιμοι ~οι. Βλ. ανθυπο-λοχαγός, -σμηναγός. [< μτγν. σημαιοφόρος]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.