σημαιοφόρος ση-μαι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που κρατά την εθνική σημαία σε παρέλαση ή άλλη επίσημη γιορτή ως τιμητική συνήθ. διάκριση: ~ της αποστολής (: σε Ολυμπιακούς Αγώνες)/του σχολείου. Βλ. -φόρος, παραστάτης.2. (μτφ.) πρωτεργάτης, μπροστάρης: ~ της ανανέωσης/της δημοκρατίας/του κινήματος. Πβ. πρωτο-μάστορας, -πόρος, σκαπανέας.3. ΣΤΡΑΤ. αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο κατά έναν βαθμό: δόκιμοι ~οι. Βλ. ανθυπο-λοχαγός, -σμηναγός. [< μτγν. σημαιοφόρος]
-φόρος
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος).2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι.3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.