Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • σιγή σι-γή ουσ. (θηλ.): απουσία θορύβου ή ομιλιών, απόλυτη ησυχία: επικρατεί απόλυτη ~. || Ένοχη ~. Πβ. σιγαλιά, σιωπή. ΑΝΤ. βοή ● ΣΥΜΠΛ.: εκκωφαντική σιωπή βλ. εκκωφαντικός, νεκρική σιγή/σιωπή βλ. νεκρικός, σιγή ασυρμάτου βλ. ασύρματος ● ΦΡ.: (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων, ενός λεπτού σιγή βλ. λεπτό, τηρεί σιγή(ν) ιχθύος βλ. ιχθύς [< αρχ. σιγή]
  • σιγηλός , ή, ό βλ. σιγαλός
  • σίγηση σί-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΜΜ. μη εκφορά συμφώνου ή φωνήεντος· αποβολή. 2. ΒΙΟΛ. καταστολή της έκφρασης γονιδίου κατά τη μεταγραφή του DNA. 3. (σπάν.) σίγαση: ~ συναγερμού. [< μεσν. σίγησις, 2: αγγλ. silencing]

αιδήμων

αιδήμων, ων, ον [αἰδήμων] αι-δή-μων επίθ. {αιδήμ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα)} (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από αιδημοσύνη, σεμνός, ντροπαλός: ~ και συνεσταλμένος. ΑΝΤ. αδιάντροπος ● επίρρ.: αιδημόνως ● ΦΡ.: (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν): σιωπά από ενοχή ή προσποιητή ντροπή, σεμνότητα: Αντί να ζητήσει συγγνώμη, κρατάει ~ ~. Αφού παραβίασαν κάθε έννοια δικαίου, τηρούν τώρα ~ ~. Η αιδήμων ~ των αρμόδιων φορέων. [< αρχ. αἰδήμων]

ασύρματος

ασύρματος, ος/η, ο [ἀσύρματος] α-σύρ-μα-τος επίθ.: ΤΗΛΕΠ. που λειτουργεί ή γίνεται χωρίς ηλεκτροφόρο σύρμα: ~ος: (φορητός) υπολογιστής. ~η: δικτύωση/επικοινωνία (πβ. τηλεματική)/κάρτα/πρόσβαση στο ίντερνετ/τηλεφωνία. ~ο: δίκτυο (βλ. γουάι φάι)/(τηλε)χειριστήριο. ~α: μικρόφωνα. ΑΝΤ. ενσύρματος ● Ουσ.: ασύρματο (το): ασύρματο τηλέφωνο. [< αγγλ. wireless]

εκκωφαντικός

εκκωφαντικός, ή, ό [ἐκκωφαντικός] εκ-κω-φα-ντι-κός επίθ. (λόγ.): (για ήχο) που ξεκουφαίνει, που έχει τόσο δυνατή ένταση, ώστε να μην ακούγεται τίποτα άλλο: ~ός: θόρυβος/κρότος. ~ή: έκρηξη/μουσική.|| (μτφ.) ~ή: αποτυχία (πβ. παταγώδης)/απουσία/επιτυχία. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκωφαντική σιωπή & (σπάν.) σιγή (μτφ.): για να δηλωθεί ότι το πρόσωπο που σιωπά είναι ένοχο ή βρίσκεται σε δύσκολη θέση: η ~ ~ των αρμοδίων. [< γαλλ. assourdissant]

ιχθύς

ιχθύς [ἰχθύς] ι-χθύς ουσ. (αρσ.) {ιχθ-ύος, -ύ | -ύες (συχνότ. εσφαλμ. -είς), -ύων, -ύς (συχνότ. εσφαλμ. -είς)} 1. (λόγ.) ψάρι: εκτροφή/παραγωγή ~ύων. Βλ. οστεϊχθύες, χονδριχθύες. 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Ι) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου· το δωδέκατο και τελευταίο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (20 Φεβρουαρίου-20 Μαρτίου) μετά τον Υδροχόο· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. ● ΦΡ.: ιχθύος αφωνότερος/άφωνος ιχθύς (μτφ.): υπερβολικά ολιγόλογος, σιωπηλός., τηρεί σιγή(ν) ιχθύος & (σπάν.) κρατά σιγή ιχθύος (μτφ.): σιωπά, δεν αποκαλύπτει, δεν κοινοποιεί κάτι. Πβ. κρατά το στόμα του κλειστό, κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό. [< αρχ. ἰχθύς]

λεπτό

λεπτό λε-πτό ουσ. (ουδ.) & (προφ.) λεφτό 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα χρόνου (σύμβ. min) ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας ή με εξήντα δευτερόλεπτα· συνεκδ. σύντομο χρονικό διάστημα: διάρκεια ενός ~ού. Χρέωση ... ευρώ ανά/το ~. Πέντε ~ά (= πεντάλεπτο) διάλειμμα. (στην κινητή τηλεφωνία:) Δωρεάν ~ά ομιλίας. Μέσα σε δύο ~ά/εντός είκοσι ~ών. Τρία ~ά αργότερα. Πριν (από) επτά ~ά. Δεκαπέντε ~ά (= ένα τέταρτο) μετά τις δύο. Είναι τριάντα ~ά (= μισή ώρα) μακριά/με τα πόδια. Απομένουν έξι ~ά (μέχρι τη λήξη). Επιστρέφω σε δέκα ~ά (= σε ένα δεκάλεπτο). Διακόπτουμε για λίγα ~ά (: ολιγόλεπτη διακοπή). Πάλεψαν για τη νίκη μέχρι το τελευταίο ~ του αγώνα. Πβ. πρώτο.|| Τον συμπάθησα από το πρώτο ~. Θα πάρει μόνο ένα ~ (= πολύ λίγο). Ζει κάθε ~ της ζωής του. Πβ. στιγμή. 2. ΟΙΚΟΝ. νομισματική μονάδα ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ (και παλαιότ. της δραχμής)· συνεκδ. το αντίστοιχο κέρμα: δύο/πέντε/δέκα/είκοσι/πενήντα ~ά (= δί-/πεντά-/δεκά-/εικοσά-/πενηντά-λεπτο). ΣΥΝ. ευρωλεπτό, σεντ 3. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. ● Υποκ.: λεπτάκι & λεπτούλι (το): στη σημ. 1: μισό λεπτάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερο (λεπτό): δευτερόλεπτο. ● ΦΡ.: από λεπτό σε λεπτό & από το ένα λεπτό στο άλλο (προφ.) 1. σε πολύ λίγο: Τους περιμένω ~ ~. Πβ. από τη μια στιγμή/μια μέρα στην άλλη, από ώρα σε ώρα, οσονούπω. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. πολύ γρήγορα: Η κατάστασή του χειροτερεύει ~ ~. [< γαλλ. d'une minute à l'autre ] , για μισό/για ένα λεπτό (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση, διαφωνία ή για να ζητηθούν διευκρινίσεις, εξηγήσεις: ~ ~ (= όπα), πότε το είπα αυτό;|| ~ ~ (= κάτσε, περίμενε, στάσου), γιατί με μπέρδεψες, τι εννοείς;, ένα/μισό λεπτό (προφ.): για να δηλωθεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Περίμενε ~ ~ (= λιγάκι)! Επιστρέφω σε ~ ~ (= αμέσως). Μισό ~ να κοιτάξω και θα σου πω (κ. αργκό "μισό"). ~ ~, παρακαλώ!, ενός λεπτού σιγή & μονόλεπτη/-ος σιγή & τριών λεπτών σιγή: απόδοση τιμής σε αποθανόντα συνήθ. πριν από την έναρξη επίσημης εκδήλωσης, διάρκειας ενός λεπτού ή τριών λεπτών (κυρ. στη μνήμη πολλών θυμάτων), σε σιωπηλή και όρθια στάση των παρευρισκομένων: Κράτησαν/τήρησαν ~ ~. [< γαλλ. une minute de silence] , λεπτό προς λεπτό: (συνήθ. για δημοσιογραφική κάλυψη) αναλυτική παρακολούθηση γεγονότος ή διαδικασίας την ώρα που λαμβάνει χώρα: ~ ~ η επιχείρηση απεγκλωβισμού/οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις/η μάχη των εκλογών., ούτε λεπτό: καθόλου, ούτε στιγμή: Δεν υπάρχει ~ ~ για χάσιμο! Δεν σταμάτησε ~ ~ να βρέχει. Θα σε περιμένω μέχρι τις τέσσερις, ~ ~ παραπάνω., στο λεπτό: αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα: φωτογραφίες ~ ~ (πβ. της στιγμής). Ετοιμάστηκε ~ ~ (= σε κλάσμα/κλάσματα (του) δευτερολέπτου, στη στιγμή, στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς φιτίλι/τάκα-τάκα/τσακ μπαμ). [< γαλλ. à la minute] [< μτγν. λεπτόν 1,2: γαλλ. minute]

νεκρικός

νεκρικός, ή, ό νε-κρι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον νεκρό ή τους νεκρούς: ~ή: κλίνη (ή ~ό κρεβάτι)/πομπή/τελετή (= νεκρώσιμη).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ή: προσωπίδα. ~ό: στεφάνι. Οι ~οί θάλαμοι των κατακομβών/πυραμίδων. Τα ~ά πορτρέτα Φαγιούμ. Βλ. εντάφιος, ταφικός.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: ακαμψία (: που επέρχεται στο σώμα μετά τον θάνατο).|| (μτφ.) ~ή: ακινησία. ● ΣΥΜΠΛ.: νεκρική σιγή/σιωπή: απόλυτη, άκρα ησυχία: Επικρατούσε ~ ~. Πβ. νέκρα. [< γαλλ. silence de mort] [< μτγν. νεκρικός, γαλλ. mortuaire]

σιγαλός

σιγαλός, ή, ό σι-γα-λός επίθ. & σιγηλός (λογοτ.): σιγανός, ήσυχος. ● επίρρ.: σιγαλά [< αρχ. σιγαλός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.