Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σιδερίτης σι-δε-ρί-της ουσ. (αρσ.) 1. ΒΟΤ.-ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία σταφυλιού που ωριμάζει όψιμα: Βλ. ροδίτης, σαββατιανό. 2. ΒΟΤ. αρωματικό φυτό με κίτρινα ή λευκά άνθη (επιστ. ονομασ. sideritis), το τσάι του βουνού. [< 2: μτγν. ἡ σιδηρῖτις, μεσν. σιδερίτης]

ροδίτης

ροδίτης [ῥοδίτης] ρο-δί-της ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λευκό ξηρό κρασί που παράγεται από την ομώνυμη ποικιλία σταφυλιού. Βλ. σαββατιανό, λεμονανθός. [< πβ. μτγν. ῥοδίτης ‘(για οίνο) αρωματισμένος με τριαντάφυλλο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.