Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σιδηρίτης σι-δη-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. φυσικό ανθρακικό ορυκτό του σιδήρου (FeCO3). Βλ. αιματίτης, χαλαζίας, -ίτης2. [< γαλλ. sidérite, αγγλ. siderite, γερμ. Siderit]

αιματίτης

αιματίτης [αἱματίτης] αι-μα-τί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό οξείδιο του σιδήρου κοκκινωπού ή καστανού χρώματος και συνεκδ. η αντίστοιχη μαύρη πέτρα: πλακώδης/φυλλώδης ~.|| Σφραγιδόλιθοι κατασκευασμένοι από ~η. Βλ. -ίτης2. [< μτγν. αἱματίτης, γαλλ. hématite, αγγλ. hæmatite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.