Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σιδηρούς, ά, ούν [σιδηροῦς] σι-δη-ρούς επίθ. (λόγ.) 1. σιδερένιος: ~ούς: οπλισμός. ~ά: πανοπλία. ~ούν: προσωπείο. ~ές: κατασκευές. ~ά: δεσμά/ελάσματα. 2. (μτφ.) σκληρός, άκαμπτος, ανυποχώρητος: (για πρόσ.) ~ούς: καγκελάριος.|| ~ούς: κανόνας/νόμος. ~ά: θέληση/πειθαρχία/πυγμή/συμμαχία. ● ΣΥΜΠΛ.: σιδηρούν παραπέτασμα (το) (λόγ.) 1. ΠΟΛΙΤ. (συχνά με κεφαλ. τα αρχικά Σ κ. Π) γεωγραφικό, πολιτικό και στρατιωτικό σύνορο που χώριζε τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ από τις χώρες της Δύσης στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: Έπεσε/κατέρρευσε το ~ ~. 2. (μτφ.) κάθε είδους φραγμός ή εμπόδιο στην επικοινωνία, την πληροφόρηση ή την επίτευξη συμφωνίας. [< γαλλ. rideau de fer, 1945] , σιδηρά κυρία βλ. κυρία [< αρχ. σιδηροῦς, αγγλ. iron]

κυρία

κυρία κυ-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ευγενική αναφορά ή προσφώνηση γυναίκας (παλαιότ. έγγαμης, σε αντιδιαστολή προς το δεσποινίς): (για κάποια της οποίας αγνοούμε το όνομα) γοητευτική/εμφανίσιμη/επώνυμη/ηλικιωμένη/καθωσπρέπει/κομψή ~. Ο κύριος και η ~ Παπαδοπούλου (βλ. ανδρόγυνο, ζεύγος). (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Τι θα ήθελε η ~; (σε ονόματα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων με κεφαλ. Κ) Αδελφότητα/Ένωση/Σύλλογος ~ών.|| Αγαπητή/αξιότιμη/φιλτάτη ~. ~ες και κύριοι ... Έτσι δεν είναι ~ μου; (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Να μας απαντήσει η ~ Λιγνού. Η ~ Ειρήνη. (ως συντομ. κ.) Η κ. Παυλοπούλου. Η ~ βουλευτής/δήμαρχος/πρόεδρος. 2. γυναίκα με αξιοπρέπεια, που εμπνέει σεβασμό για το ήθος ή/και το έργο της: ~ της καλής κοινωνίας/των σαλονιών. Φέρθηκε σαν (αληθινή) ~.|| ~ των γραμμάτων. Η μεγάλη ~ της τζαζ. Πβ. λαίδη. 3. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλας ή καθηγήτριας μέσης εκπαίδευσης κυρ. από μαθητές: η ~ των γαλλικών/της φυσικής. ~, να σβήσω τον πίνακα; 4. σύζυγος, οικοδέσποινα ή αφεντικίνα: (κυρ. παλαιότ.) ~ (= γυναίκα) δικηγόρου/υποστρατήγου.|| Η ~ του σπιτιού. Πβ. κυρά. Βλ. νοικοκυρά.|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Η ~ απουσιάζει.|| Η ~ των αγγέλων (: προσωνυμία της Παναγίας). ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη κυρία 1. σύζυγος προέδρου κράτους ή πρωθυπουργού. 2. (σπάν.) γυναίκα που διακρίνεται σε κάποιο χώρο: η ~ ~ της παιδικής λογοτεχνίας., σιδηρά κυρία: γυναίκα που κατέχει ηγετική θέση στον δημόσιο, συνήθ. πολιτικό, βίο. [< αγγλ. iron lady, 1976] , κυρία (επί) των τιμών βλ. τιμή ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου βλ. κύριος ● βλ. κύριος [< 1,3,4: μτγν. κυρία, γαλλ. madame, ιταλ. signora 2: αγγλ. gentlewoman]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.