Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σιδηρόδρομος σι-δη-ρό-δρο-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όμου} 1. δρόμος από δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες σιδηροτροχιές πάνω στις οποίες κινείται αμαξοστοιχία· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το μεταφορικό μέσο, το τρένο· γενικότ. το όλο μεταφορικό σύστημα και οι υπηρεσίες του: (υπερ)αστικός/(παλαιότ.) ατμοκίνητος/εναέριος (πβ. τελεφερίκ)/ηλεκτροκίνητος/περιφερειακός/προαστιακός ~. Βαγόνια ~όμου. Διακίνηση προϊόντων/μεταφορά επιβατών μέσω ~ου. Ταξίδι με τον ~ο. Πβ. συρμός.|| Το δίκτυο/οι υπάλληλοι των ~όμων. Οργανισμός ~όμων Ελλάδας (ακρ. ΟΣΕ). Βλ. -δρομος. 2. μηχανισμός με ράγες στον οποίο προσαρμόζεται κάτι, για να μετακινείται ελεύθερα από το ένα άκρο στο άλλο: ~οι κουρτινών. Πβ. διάδρομος, τιράζ. 3. (μτφ.-προφ.) κάτι μακροσκελές, εκτενές: λέξη/όνομα/ποστ ~. Πβ. μακρινάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρικός σιδηρόδρομος & (προφ.) ηλεκτρικός (κ. με κεφαλ. Η): o αστικός σιδηρόδρομος που συνδέει τον Πειραιά με την Κηφισιά· συνεκδ. κάθε σταθμός του: η γραμμή/τα δρομολόγια του ~ού (ου). Ανταπόκριση με τον ~ό (~ο). Παίρνω/χρησιμοποιώ τον ~ό. Πβ. ΗΣΑΠ.|| Θα συναντηθούμε έξω από τον ~ό. [< γαλλ. locomotive électrique, αγγλ. electric locomotive] , μητροπολιτικός σιδηρόδρομος (επίσ.): μετρό., οδοντωτός σιδηρόδρομος βλ. οδοντωτός, υπόγειος σιδηρόδρομος βλ. υπόγειος [< γαλλ. chemin de fer, γερμ. Eisenbahn]

-δρομος

-δρομος {-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.

οδοντωτός

οδοντωτός, ή, ό [ὀδοντωτός] ο-δο-ντω-τός επίθ.: που εμφανίζει οδόντωση: ~ός: άξονας/ιμάντας/κανόνας (βλ. κρεμαγιέρα)/τροχός (= γρανάζι). ~ή: γραμμή/λεπίδα/ράβδος/σπάτουλα/ταινία (: ως αρχιτεκτονικό διακοσμητικό στοιχείο). ~ό: μαχαίρι. ~ά: φύλλα. Πβ. πριονωτός.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: μυς/πυρήνας. ● επίρρ.: οδοντωτά ● ΣΥΜΠΛ.: οδοντωτός σιδηρόδρομος & (προφ.) οδοντωτός (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ο): σιδηρόδρομος με οδοντωτή ράγα στο κέντρο του, η οποία εφαρμόζει σε οδοντωτό τροχό, για να εξασφαλίσει καλύτερο κράτημα των βαγονιών. [< μτγν. ὀδοντωτός]

υπόγειος

υπόγειος, α, ο [ὑπόγειος] υ-πό-γει-ος επίθ. 1. που βρίσκεται ή συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια της γης: ~ος: αγωγός/θάλαμος/πλούτος/ποταμός. ~α: αίθουσα/αποθήκη/βλάστηση/κρύπτη/σύνδεση. ~ο: γκαράζ/διαμέρισμα/δίκτυο/καλώδιο/καταφύγιο/πάρκινγκ/τούνελ (= ~α σήραγγα). ~ες: δεξαμενές (υγρών καυσίμων)/στοές/σωληνώσεις. ~α: έργα/νερά. Ψυχρό ~ο ρεύμα. Βλ. ημι~, ισόγειος.|| ~α: πυρηνική δοκιμή/έκρηξη. Βλ. -γειος. ΑΝΤ. επίγειος (1), υπέργειος 2. (μτφ.) που γίνεται με κρυφό και συνήθ. δόλιο τρόπο: ~α: συμφωνία/συνεργασία. ~ες: διαδρομές (του μαύρου χρήματος)/διεργασίες/ενέργειες/συναλλαγές. Προσπαθεί να τον βλάψει με ~ους τρόπους. Πβ. μουλωχτός, ύπουλος, υποχθόνιος. ● επίρρ.: υπόγεια & (λόγ.) -είως ● ΣΥΜΠΛ.: υπόγειος σιδηρόδρομος & (προφ.) υπόγειος: μετρό. , υπόγεια διάβαση βλ. διάβαση [< αρχ. ὑπόγειος, γαλλ. hypogé, αγγλ. underground]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.