Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σιμούν σι-μούν ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: πολύ ζεστός, ξηρός και ισχυρός άνεμος που πνέει στις ερήμους της Αραβίας και της Β. Αφρικής και φτάνει ως τις ακτές της Μεσογείου. Βλ. αμμοθύελλα, σιρόκος, χαμσίνι. [< γαλλ. simoun]

αμμοθύελλα

αμμοθύελλα [ἀμμοθύελλα] αμ-μο-θύ-ελ-λα ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. δυνατός άνεμος, συνήθ. στις ερήμους, που σηκώνει και μετακινεί μεγάλες ποσότητες άμμου ή και σκόνης: σαρωτικές/σφοδρές ~ες. Ξέσπασε ~ που περιόρισε την ορατότητα. Βλ. λασποβροχή, χιονοθύελλα. [< αγγλ. sandstorm]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.