σινάπι σι-νά-πι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, ποώδες φυτό (γένος Brassica), παρασιτικό κυρ. του σιταριού, με βλαστό όρθιο, απλό ή διακλαδισμένο και κίτρινα άνθη που σχηματίζουν ταξιανθίες· συνεκδ. ο σπόρος του: άγριο/άσπρο/ήμερο/ινδικό/μαύρο ~.|| Αλεύρι από ~. Πβ. βρούβα, λαψάνα. Βλ. μουστάρδα. ● ΦΡ.: κόκκος σινάπεως βλ. κόκκος [< μεσν. σινάπι < μτγν. σινάπιον]
κόκκος
κόκκοςκόκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κάθε μικροσκοπική σφαιροειδής μάζα: ~οι άμμου/γύρης (= γυρεόκοκκοι)/σκόνης. Απορρυπαντικό με μπλε και πράσινους ~ους. Βλ. βόλος.|| ~ κριθαριού/σταριού. ~οι αλατιού/ζάχαρης/κακάο/καφέ/ρυζιού. Αλεσμένοι/βρέξιμοι ~οι. Πιπέρι σε ~ους. Πβ. κουκί, σπέρμα, σπυρί. Βλ. μακρύ-, μικρό-, λεπτό-, χονδρό-κοκκος.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ., σφαιρικός παθογόνος μικροοργανισμός) Αναερόβιοι/ραδιενεργοί ~οι. Βακτήρια και ~οι. Βλ. εντερό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος.|| (ΟΡΥΚΤ.) ~οι χαλαζία.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) Η φωτογραφία έχει ~ους (βλ. οπτικός θόρυβος).2. (σπάν.-μτφ.) ελάχιστο στοιχείο: Δεν υπάρχει ~ αλήθειας σε όσα λέει. Πβ. ίχνος, κουκούτσι, σταγόνα, στάλα, ψήγμα. ● ΦΡ.: κόκκος σινάπεως (ΚΔ): ελάχιστη ποσότητα: Αν έχουμε λίγη πίστη ως ~ ~, αλλά αληθινή, τότε μπορούμε να ... [< 1: αρχ. κόκκος, γαλλ. grain]
μουστάρδα
μουστάρδαμου-στάρ-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αρτυματική ύλη με πικάντικη γεύση που παρασκευάζεται από σπόρους λευκού σιναπιού: δυνατή ~. Κρέμα/σάλτσα/σκόνη/σος ~ας. Βλ. κέτσαπ, μαγιονέζα.2. σκόνη από σπόρους μαύρου σιναπιού με τονωτικές, θεραπευτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την ιατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο της μουστάρδας: ΧΗΜ. υπερίτης. [< αγγλ. mustard gas, 1917] [< ιταλ. mostarda]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.