Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σιντριβάνι σι-ντρι-βά-νι ουσ. (ουδ.) {σιντριβαν-ιού}: υδραυλική κατασκευή που εκτοξεύει δέσμες νερού σε διάφορους σχηματισμούς και διακοσμεί συνήθ. πάρκα και πλατείες: μαρμάρινο/περίτεχνο/σκαλιστό/φωτισμένο ~. Δροσερό νερό αναβλύζει από το ~. Πβ. αναβρυτήριο. Βλ. πίδακας. ● Υποκ.: σιντριβανάκι (το) [< τουρκ. şadιrvan – παλαιότ. ορθογρ. συντριβάνι]

πίδακας

πίδακας πί-δα-κας ουσ. (αρσ.) {πιδάκων} 1. φυσική ή τεχνητή πηγή από όπου εκτινάσσεται νερό με δύναμη. Βλ. θερμο~, σιντριβάνι. 2. (γενικότ.) στήλη που σχηματίζεται όταν κάτι, συνήθ. ρευστό, εκτοξεύεται με δύναμη: ~ αίματος/ατμού/φωτός.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμικοί ~ες. ~ες σωματιδίων. [< αρχ. ἡ πῖδαξ ‘πηγή’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.