σιχτίρ σι-χτίρ επιφών. {άκλ.} & σιχτίρι: στη ● ΦΡ.: άι σιχτίρ (υβριστ.): για να εκφραστεί έντονη αποδοκιμασία και αγανάκτηση: ~ ~ πια, φεύγω. Βλ. άι στα κομμάτια!|| (ως ουσ.) Φαντάζομαι τι σιχτίρια άκουσε! [< τουρκ. siktir]
σιχτιρίζω σι-χτι-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {σιχτίρι-σα, -σμένος} (λαϊκό): βρίζω και ειδικότ. διαολοστέλνω: Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τον ~σα! ● ΦΡ.: βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ
άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.
βλαστημώ
βλαστημώ [βλαστημῶ] βλα-στη-μώ ρ. (μτβ.) {βλαστημ-άς ...| βλαστήμ-ησα, -ήσω, -ώντας} & βλαστημάω & (λόγ.) βλασφημώ: βρίζω ιδ. τα θεία: ~ούν τα ιερά και τα όσια. Πβ. αισχρο-, χυδαιο-λογώ, βωμολοχώ.|| ~άει την τύχη του. Πβ. αναθεματίζω. ● ΦΡ.: βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... (υβριστ.): μετανιώνω πικρά για κάτι (δηλώνεται οργή και αγανάκτηση): ~ ~ που πάτησα εκεί μέσα. (απειλητ.) Θα τον κάνω να βλαστημήσει ~ ~ που γεννήθηκε. [< μεσν. βλαστημώ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.