Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • σιχτίρ σι-χτίρ επιφών. {άκλ.} & σιχτίρι: στη ● ΦΡ.: άι σιχτίρ (υβριστ.): για να εκφραστεί έντονη αποδοκιμασία και αγανάκτηση: ~ ~ πια, φεύγω. Βλ. άι στα κομμάτια!|| (ως ουσ.) Φαντάζομαι τι σιχτίρια άκουσε! [< τουρκ. siktir]
  • σιχτιρίζω σι-χτι-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {σιχτίρι-σα, -σμένος} (λαϊκό): βρίζω και ειδικότ. διαολοστέλνω: Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τον ~σα! ● ΦΡ.: βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ
  • σιχτίρισμα σι-χτί-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): βρίσιμο, βρισίδι: Άκουσε/του έριξε ένα ~.

άι

άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.

βλαστημώ

βλαστημώ [βλαστημῶ] βλα-στη-μώ ρ. (μτβ.) {βλαστημ-άς ...| βλαστήμ-ησα, -ήσω, -ώντας} & βλαστημάω & (λόγ.) βλασφημώ: βρίζω ιδ. τα θεία: ~ούν τα ιερά και τα όσια. Πβ. αισχρο-, χυδαιο-λογώ, βωμολοχώ.|| ~άει την τύχη του. Πβ. αναθεματίζω. ● ΦΡ.: βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... (υβριστ.): μετανιώνω πικρά για κάτι (δηλώνεται οργή και αγανάκτηση): ~ ~ που πάτησα εκεί μέσα. (απειλητ.) Θα τον κάνω να βλαστημήσει ~ ~ που γεννήθηκε. [< μεσν. βλαστημώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.