σιωπηλός , ή, ό σιω-πη-λός επίθ. 1. (κυρ. για πρόσ.) που δεν μιλά ή δεν θορυβεί· για μέρος όπου δεν ακούγονται ομιλίες ή θόρυβοι: ~ός: ακροατής/παρατηρητής. ~ή: παρουσία/συνοδεία. Ακούω/κάθομαι/παρακολουθώ/(παρα)μένω ~ (βλ. απόμακρος, συγκρατημένος). ΣΥΝ. σιωπηρός. Πβ. αμίλητος, βουβός.|| ~ός: δρόμος (ΑΝΤ. πολύβουος). ~ή: αίθουσα/λίμνη. Πβ. ήσυχος.2. (μτφ.) που γίνεται ή εκδηλώνεται χωρίς θόρυβο ή αναστάτωση: ~ός: θρήνος/πόνος. ~ή: αγωνία/διαμαρτυρία/πορεία (ΑΝΤ. θορυβώδης)/προσευχή (πβ. νοερή). ~ό: δράμα/έγκλημα/ύφος. (κατ' επέκτ.) ~ή: νόσος (= ασυμπτωματική, υποκλινική· πβ. ύπουλος).|| (ειδικότ., προφ.) Έχω το κινητό στο ~ό (= αθόρυβο). Βλ. σίγαση.3. που αναφέρεται στη σιωπή, ως απροθυμία ή αδυναμία κάποιου να εκφραστεί· (για κάτι) που δηλώνεται μέσω αυτής: ~ή: στάση. Παθητικοί και ~οί θεατές.|| ~ή: ανοχή/έγκριση/στήριξη/συμφωνία. Πβ. σιωπηρός. Βλ. -ηλός. ● επίρρ.: σιωπηλά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: σιωπηλή/σιωπηρή γνώση: που είναι δύσκολο να μεταδοθεί μέσω του προφορικού ή γραπτού λόγου· πρακτική γνώση. [< αγγλ. tacit knowledge] , σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία [< αρχ. σιωπηλός, γαλλ. silencieux, αγγλ. silent]
απόμακρος
απόμακρος, η, ο [ἀπόμακρος] α-πό-μα-κρος επίθ. 1. που βρίσκεται μακριά ή (για ήχο) που έρχεται από μακρινή απόσταση: ~ος: πλανήτης. ~ες: περιοχές. ~α: (ουράνια) αντικείμενα/σημεία. ~α και δυσπρόσιτα/ερημικά χωριά. Παροχή ιατρικής βοήθειας και στα πιο ~α μέρη. Πβ. απομακρυσμένος, ξέμακρος.|| ~ο: βουητό. ~ες: φωνές.|| (μτφ.) ~ο: παρελθόν. ΑΝΤ. κοντινός (1) 2. (για πρόσ.) που αποφεύγει τη συναναστροφή με κόσμο, ακοινώνητος: ~ και λιγομίλητος/μοναχικός.|| (κατ' επέκτ.) ~η: στάση/συμπεριφορά (: με δόση αλαζονείας). ~ο: ύφος. ΑΝΤ. κοινωνικός (3) ● επίρρ.: απόμακρα:Καθόταν ~ (= παράμερα).
-ηλός
-ηλός, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιότητα: απατ~/σιωπ~/σφριγ~/τρυφ~/χαμ~.
πλειοψηφία
πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών.2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων.3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ...2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~.στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.