Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκάω σκά-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {σκα -ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε), έσκα-γα, έσκα-σα, σκά-σει, σκασμένος, σκάζ-οντας} & (σπάν.) σκάζω 1. (μτφ.-προφ., για πρόσ.) νιώθω ένταση, πίεση, δυσφορία, σωματική ή ψυχική, τόσο έντονα που δεν αντέχω: Έχει ~σει από την αγωνία/τη δίψα/τη ζέστη (πβ. ανάβω· ΑΝΤ. παγώνω)/την περιέργεια. ~ από τα/στα γέλια (= ξεκαρδίζομαι). Είχε ~σει από το κλάμα (= βαλαντώσει, πλαντάξει). Κοντεύει να ~σει από τη στενοχώρια της (πβ. εκρήγνυμαι). Έφαγα τόσο πολύ, που έχω ~σει (= ~ από το/στο φαΐ, πβ. μπουκώνω, μπουχτίζω). Δεν ~ αν της αρέσω ή όχι. Μη σκας (= στενοχωριέσαι, χολοσκάς) για ασήμαντα πράγματα. Έχει ~σει που δεν μπορεί να ... Δεν ~ με τίποτα (πβ. συγχύζομαι, χαλιέμαι). Βλ. ξε~.|| (ειρων.) ~ από ευτυχία/υγεία (πβ. ξεχειλίζω).|| (οικ.) Αμάν πια … με σκάσατε! Μ' ~σαν (= έφεραν στο αμήν) με τη γκρίνια τους. Πβ. πρήζω, τρελαίνω. 2. χτυπώ σε μια επιφάνεια με δύναμη και θόρυβο: ~σε με το κεφάλι στο πάτωμα/πεζοδρόμιο. Η μπάλα ~ει στο έδαφος (πβ. μπιστάει). Αφρισμένα κύματα που ~νε στην παραλία. ~ει το νερό στα βράχια. Πβ. πέφτω. 3. (προφ.) παύω να μιλώ: Καλά ~, δεν συνεχίζω αυτή την κουβέντα (πβ. σωπαίνω). (με αγένεια) Σκάσε και άκου (πβ. βγάλε το σκασμό, βούλωσ' το, πάψε). 4. (μτφ.-προφ.) καταβάλλω μεγάλο χρηματικό ποσό: Πόσα ~σες για το κινητό; Είχα ~σει πολλά (λεφτά), για να το πάρω. Πβ. πληρώνω. 5. (αργκό) εμφανίζομαι κάπου ξαφνικά: ~σε από το πουθενά.σκάει 1. σπάει ξαφνικά, συνήθ. με δύναμη και θόρυβο ή ειδικότ. εκρήγνυται· (για επιφάνεια που) παύει να έχει συνεκτικότητα: ~σε ο θερμοσίφωνας/το λάστιχο (πβ. κλατάρω)/το μπαλόνι. (σπανιότ.) ~σε την μπάλα.|| ~ ο δυναμίτης. Οι κροτίδες/οβίδες/όλμοι ~γαν γύρω τους. ~σαν τα βαρελότα/βεγγαλικά/πυροτεχνήματα. ~σε η βόμβα στα χέρια του.|| ~σε το ταβάνι από την υγρασία. Έχει/έχουν ~σει (= ανοίξει) το δέρμα/τα χείλη μου. 2. προβάλλει, εμφανίζεται ή αποκαλύπτεται: ~ (= ανατέλλει) ο ήλιος στον ορίζοντα. ~νε (: ανθίζουν, ανοίγουν) τα λουλούδια/μπουμπούκια. ~σαν (= βγήκαν) τα δοντάκια του μωρού.|| (μτφ.-προφ.) ~σε η φούσκα των τιμών/χρηματαγορών. ~σε η επιταγή (: αποδείχτηκε ακάλυπτη). Είναι θέμα ημερών να ~σει η βόμβα της παραίτησής του. ~ η είδηση ότι ... ~νε τα σκάνδαλα. ● ΦΡ.: (μπα) που να σκάσεις (και να πλαντάξεις) (προφ.): ως έκφραση οργής και αγανάκτησης: Μπα ~ ~, θες να με εκνευρίσεις βραδιάτικα; ~ ~, δεν θα περάσει το δικό σου (πβ. που να χτυπιέσαι)!, να σκάσουν οι εχθροί μας & να σκάσουν οι οχτροί μας: να σκάσουν από το κακό τους οι εχθροί μας για κάτι θετικό, ευχάριστο που μας συμβαίνει: Άντε, να 'μαστε καλά και ~ ~!, σκάω (ένα) φιλί/χαστούκι (σε κάποιον) (προφ.): τον φιλώ/χαστουκίζω ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει: Μου ~σε (= έριξε) ένα φιλί στα πεταχτά. Πριν προλάβω να το καταλάβω, μου ~ει ένα χαστούκι. , σκάω (ένα) χαμόγελο (προφ.): χαμογελώ: (Μου) ~ει ~ μέχρι τ' αυτιά., σκάω (και) γάιδαρο (προφ.): για εκνευριστική συμπεριφορά, που φέρνει κάποιον στα όρια της υπομονής του: Πω πω, ρε αδερφέ, σκας ~. Η απάθειά του/η επιμονή του ~ει ~ (πβ. με βγάζει από τα ρούχα μου)!, σκάω μούρη (αργκό): εμφανίζομαι. Πβ. σκάω μύτη., τα σκάω (αργκό): πληρώνω συνήθ. τοις μετρητοίς και παρά τη θέλησή μου: Του ~ ~ει κανονικά/χοντρά. ΣΥΝ. τα ακουμπάω (σε κάποιον/κάτι), τη σκάω (σε κάποιον) (προφ.): τον ξεγελώ, κοροϊδεύω· είμαι ασυνεπής απέναντί του: Σας τη σκάσαμε!|| Μας την ~σε και δεν ήρθε στο ραντεβού. ΣΥΝ. του την έφερα, το σκάω (προφ.): φεύγω, συνήθ. κρυφά και βιαστικά, δραπετεύω: Το ~σε από το μάθημα/το σπίτι/τη φυλακή. Το ~σε από την πίσω/πλαϊνή πόρτα.|| (μτφ.) Δεν έχω χρόνο για διακοπές, αλλά κατάφερα να το ~σω για λίγο. ΣΥΝ. την κοπανάω, (σκάει) σαν καρπούζι βλ. καρπούζι, βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι βλ. κανόνι, γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του βλ. χείλι, όχι (που) θα/σιγά μην κάτσω να (σκάσω) βλ. κάθομαι, σκάει ο τζίτζικας βλ. τζιτζίκι, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, σκάω μύτη βλ. μύτη, σκάω το μυστικό (σε κάποιον) βλ. μυστικό, σκάω το παραμύθι (σε κάποιον) βλ. παραμύθι, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου βλ. κακό ● βλ. σκασμένος [< μεσν. σκάζω, γαλλ. éclater, crever]

ζήλια

ζήλια ζή-λια ουσ. (θηλ.) & ζήλεια 1. έντονη επιθυμία για την απόκτηση ιδιότητας ή αγαθού που διαθέτει κάποιος· κατ' επέκτ. εχθρικό συναίσθημα απέναντι σε πρόσωπο που υπερέχει: η ~ των παιδιών.|| Προκαλεί τη ~. Τον βασανίζει η ~ για τις επιτυχίες τους. Πβ. ζηλοφθονία. 2. (ειδικότ. για σύζυγο ή εραστή) το συναίσθημα που προκαλεί η αμφιβολία και η ανασφάλεια κάποιου για την πίστη του/της συντρόφου του: Τρέφει παθολογική ~ για τη γυναίκα του. Πβ. καχυποψία. ΣΥΝ. ζηλοτυπία ● ΦΡ.: ζήλια-ψώρα (προφ.): σε περιπτώσεις που θέλουμε να κάνουμε κάποιον να ζηλέψει., κάνω ζήλιες (προφ.): κάνω σκηνές ζηλοτυπίας: Του έκανε ~, επειδή κοιτούσε άλλες., να 'ταν(ε) η ζήλια ψώρα/αν ήταν η ζήλια ψώρα, θα γέμιζε/θα κόλλαγε/θα την είχε όλη η χώρα (παροιμ.) 1. για να τονιστεί ότι οι άνθρωποι ζηλεύουν συχνά ο ένας τον άλλο. 2. σε περιπτώσεις που κάποιος τρέφει έντονα συναισθήματα ζήλιας., σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια (προφ.): ζηλεύω υπερβολικά., πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος [< μεσν. ζήλεια, ζηλιά]

κάθομαι

κάθομαι κά-θο-μαι ρ. (αμτβ.) {κάθ-ισα (σπάν. -ησα) κ. (προφ.) έκατσα (προστ. κάθισε κ. προφ. κάτσε), -ίσω κ. (προφ.) κάτσω, καθισμένος (λόγ.) καθήμενος} 1. δίνω στο σώμα μου τέτοια θέση, ώστε το βάρος του να στηρίζεται στους γλουτούς, συνήθ. με τον κορμό κάθετα στους μηρούς: ~ισε στον καναπέ/στην καρέκλα/στο κρεβάτι/στο πάτωμα/στο χαλί. ~ισαν στο τραπέζι για να φάνε (: ενν. σε καθίσματα γύρω από αυτό). Δεν βρήκα πουθενά να κάτσω. Βλ. ανα~, καθίζω, παρα~.|| (προφ.) Κάτσε κάτω (: μην είσαι όρθιος)! Έλα κάθισε/κάτσε κοντά μου! Kαθίστε, παρακαλώ!|| (προφ., πριν ανακοινώσει κάποιος κάτι συνταρακτικό) ~εσαι; Γιατί έχω κάτι φοβερό να σου πω!|| ~ ανακούρκουδα/καταγής/οκλαδόν/σταυροπόδι. Καθισμένος στα γόνατα.|| (σε κατάστημα) ~εται στο ταμείο (: εισπράττει τα χρήματα). 2. στέκομαι: ~ όρθιος. ~όταν στο παράθυρο. Έκατσα στην άκρη και περίμενα. 3. (προφ.) κατοικώ, μένω: ~εται στην οδό .../στην πόλη/στο εξωτερικό. Τώρα ~όμαστε σε άλλη γειτονιά. ~ονται σε διαμέρισμα/μονοκατοικία. Πβ. διαμένω.|| ~εται πολλές ώρες στη δουλειά. Θα κάτσω μέσα (: ενν. στο σπίτι), δεν θα βγω. Πόσες μέρες θα ~ίσεις στο νησί; Θα κάτσουμε κι άλλο ή θα φύγουμε; ~ισε καιρό στην εξουσία/στο νοσοκομείο. Πβ. παραμένω. 4. (προφ.) βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Κάτσε ήσυχα/φρόνιμος!|| ~εται με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση.|| (εμφατ., + και/να) Τι ~εσαι και ασχολείσαι/δίνεις σημασία/κλαις/κοιτάς/στενοχωριέσαι; Κάτσε και πες τα μου όλα! Ας κάτσουμε να μιλήσουμε! 5. (προφ.) ανέχομαι: ~εσαι και σε προσβάλλουν; Δεν θα κάτσω να με κλέψει κι από πάνω!|| (για παιδί) Δεν ~εται (= δέχεται) να το ταΐσω (: αντιδρά, αντιστέκεται)! 6. (προφ.) αδρανώ, τεμπελιάζω: Tι ~εσαι και δεν βοηθάς; Όλη τη μέρα ~εται (= δεν ασχολείται με τίποτα, δεν εργάζεται). Μην ~εσαι (= μην μένεις άπρακτος), κουνήσου!|| Εδώ γίνεται χαμός κι εσύ ~εσαι;κάθεται {συνήθ. στο θ. του αορίστου} (μτφ.-προφ.) 1. υφίσταται καθίζηση, κατακάθεται: ~ισε ο δρόμος (/η άσφαλτος)/το κέικ (= δεν φούσκωσε)/το λάστιχο (= έσκασε)/το πάτωμα (= βούλιαξε)/η σκόνη. 2. πέφτει σε απόδοση: Η ομάδα ~ισε αδικαιολόγητα και οι αντίπαλοι μείωσαν το σκορ. Η αγορά έχει ~ίσει., κάτσε/κάθισε (+ να, προφ.): περίμενε, στάσου: ~ να δεις τι θα γίνει σε λίγο! ~ να σιγουρευτούμε πρώτα και μετά βλέπουμε! ● ΦΡ.: (μου) έκατσε (προφ.): είχε θετική ή επιθυμητή εξέλιξη· έτυχε: Ήθελα να πάω στη συναυλία, αλλά δεν μου 'κατσε. Της ~ μια καλή δουλειά. Αν μου κάτσει το λαχείο, θα ..., εκεί που καθόμουν ... (σε αφήγηση): για κάτι ξαφνικό που επακολούθησε: ~ ~ κι έβλεπα τηλεόραση/ωραία και καλά, χτυπάει το τηλέφωνο!, κάτσε καλά! (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή επίκριση: (Για) ~ ~ μη σου αστράψω καμία/που θες και ...! ~ ~ και μην ξανοίγεσαι, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι!, κι ακόμα κάθεσαι/και κάθεσαι ακόμα; (προφ., ως έντονη προτροπή): μη διστάζεις, τρέχα, βιάσου: Ζήτησε να σε δει ~ ~;, μου 'κατσε/μου την έκατσε να ... (προφ.): μου μπήκε η ιδέα: Του ~ να φάει παγωτό!, μου την έκατσε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε· μου την έφερε., όχι (που) θα/σιγά μην κάτσω να (σκάσω) (προφ.): ως δήλωση αδιαφορίας: ~ ~ ν' ασχοληθώ/να στενοχωρηθώ! Σιγά μην κάτσω να σκάσω, ας γίνει ό,τι γίνει (= δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, δεν μου καίγεται καρφί, σκασίλα μου)!, την κάτσαμε (τη βάρκα) (αργκό): βρίσκομαι σε δεινή θέση: Αν μας πιάσουν, ~ ~ (= τη βάψαμε, την κάναμε από κούπες, την πατήσαμε)!, του κάθισε (αργκό): για γυναίκα που αποδέχτηκε τις ερωτικές προτάσεις κάποιου, ενέδωσε., δεν κάθεται/δεν στέκεται σε χλωρό κλαρί βλ. χλωρός, καθίζω κάποιον/κάθομαι στο σκαμνί βλ. σκαμνί, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο, κάθομαι σαν (την) κότα βλ. κότα, κάθομαι στ' αβγά μου βλ. αβγό & αυγό, κάθομαι στα θρανία βλ. θρανίο, κάθομαι στη γωνιά μου βλ. γωνιά, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πριονίζω το κλαδί (πάνω) στο οποίο κάθεται (κάποιος)/την καρέκλα (κάποιου) βλ. κλαδί, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ βλ. σηκώνω, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε βλ. σηκώνω, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον λαιμό να σου (/του ...) κάτσει! βλ. λαιμός, του έχει καθίσει στον σβέρκο βλ. σβέρκος, τρία πουλάκια κάθονται/κάθονταν βλ. πουλάκι [< μεσν. κάθομαι]

κακό

κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]

κανόνι

κανόνι κα-νό-νι ουσ. (ουδ.) {κανον-ιού} 1. (παλαιότ.) ογκώδες πυροβόλο όπλο που εκτόξευε βαριά σφαιρικά βλήματα μέσω ενός απλού μεταλλικού σωλήνα· κατ' επέκτ. σωληνοειδής εκτοξευτής: οι μπάλες του ~ιού. Τείχη με πολεμίστρες και ~ια. Πλοία με ~ια (πβ. τηλεβόλο). Εκπυρσοκρότησε/έσκασε το ~. Βλ. μπομπάρδα.|| (μτφ.) Με έχει στη μπούκα του ~ιού (: σε δυσμένεια).|| (σε πυροσβεστικό όχημα) ~ νερού. Πότισμα/ψεκαστικό με ~. ΣΥΝ. καταιονη-, ψεκασ-τήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ καλός ή ικανός: αυτοκίνητο/μαθητής ~. ● Υποκ.: κανονάκι (το) ● ΦΡ.: βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι (μτφ.): χρεοκοπεί: Πολλά μικρά καταστήματα βάρεσαν ~ (= βάρεσαν διάλυση, φαλίρισαν). Έσκασαν τα πρώτα κανόνια στην αγορά.|| (κατ' επέκτ.) Θα σκάσει το ~ της οικονομικής κατάρρευσης (: θα αποκαλυφθεί). [< ιταλ. cannone]

καρπούζι

καρπούζι καρ-πού-ζι ουσ. (ουδ.) {καρπουζ-ιού}: ΒΟΤ. μεγάλος καρπός με σκούρες και ανοιχτές κάθετες ραβδώσεις (ή στίγματα), λεία και χοντρή φλούδα και χυμώδη κοκκινωπή σάρκα συνήθ. με πολλά μικρά μαύρα (ή και άσπρα) κουκούτσια· σπανιότ. καρπουζιά: δροσερό/ζουμερό/παγωμένο ~. ‘Ασπορο ~. Μια φέτα ~. Γλυκό (του κουταλιού)/γρανίτα ~. Η καρδιά/τα σπόρια του ~ιού. ~ια υπαίθρια και υπό κάλυψη. Το ~ είναι καλοκαιρινό φρούτο. Βλ. με τη βούλα, πεπόνι. ● Υποκ.: καρπουζάκι (το) ● ΦΡ.: (δεν χωράνε) δύο καρπούζια σε μία/στην ίδια μασχάλη (παροιμ.): είναι ανέφικτο ή δύσκολο να γίνουν ή να κάνει κάποιος δύο ή περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα και με επιτυχία., (σκάει) σαν καρπούζι (ειρων.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι που πέφτει με δύναμη στο έδαφος., και το μαχαίρι και το καρπούζι/και το καρπούζι και το μαχαίρι βλ. μαχαίρι, μάπα το καρπούζι βλ. μάπα [< τουρκ. karpuz]

μυστικό

μυστικό μυ-στι-κό ουσ. (ουδ.) 1. οτιδήποτε γνωρίζει κάποιος εμπιστευτικά και είναι ή πρέπει να μείνει κρυφό από τους άλλους: επαγγελματικό/οικογενειακό/πανάρχαιο/παράξενο/πολύτιμο/προσωπικό/σκοτεινό ~. Αποκαλύπτω/εκμυστηρεύομαι/εμπιστεύομαι/κρύβω/προδίδω/φανερώνω/φέρνω στο φως/φυλάω ένα ~. Μοιράζομαι ένα ~ με κάποιον. Καλά κρυμμένα/μύχια ~ά. Έχει (στα χέρια της) ένα σημαντικό ~. Δεν σου λέω, είναι ~. Να σου πω ένα ~; Μόνο εσύ ξέρεις το ~. Δεν είναι ~ ότι ... Του λέει όλα τα ~ά της. Δεν έχει/κρατά ~ά από αυτή. Μεταξύ τους δεν υπάρχουν ~ά. Φοβούνται μήπως διαρρεύσουν τα ~ά τους. Προσπάθησαν να αποσπάσουν/(υπο)κλέψουν στρατιωτικά ~ά της χώρας. Πβ. απόρρητο, ντεσού.|| Πήρε το ~ του στον τάφο (: πέθανε χωρίς να το πει σε κανέναν). 2. τρόπος ενέργειας που οδηγεί σε επιθυμητό αποτέλεσμα και συνήθ. δεν είναι γνωστός σε πολλούς: το ~ της γοητείας/της επιτυχίας/της ευτυχίας (πβ. κλειδί, συνταγή). Τα ~ά της γυναικείας κομψότητας/του διαδικτύου/της κουζίνας/του κρασιού/της μακροζωίας/της σωστής διατροφής/της φωτογραφίας. ~ά (της) ομορφιάς/υγείας. Γευστικά/ιατρικά ~ά. Πέντε/μικρά/χρήσιμα/χρυσά ~ά για απώλεια βάρους. Το ~ μας είναι ότι μείναμε ενωμένοι μέχρι το τέλος. Τους δίδαξε/έμαθε τα ~ά της τέχνης του. Από μικρός μπήκε/μυήθηκε στα ~ά της δουλειάς/του επαγγέλματος. || Το απόλυτο ~ για τέλειο σώμα. 3. οτιδήποτε ανεξήγητο, άγνωστο ή μυστήριο: τα ανεξερεύνητα ~ά της φύσης. Εξερευνώντας τα ~ά του εγκεφάλου/της ζωής/του θανάτου/του Σύμπαντος. Οι επιστήμονες ίσως ανακάλυψαν/βρήκαν το ~ για τη θεραπεία του ... Βλ. αίνιγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κρατικό μυστικό & κρατικό απόρρητο: κάθε στοιχείο κρατικής ασφάλειας το οποίο πρέπει να παραμείνει κρυφό σύμφωνα με τον νόμο: αποκάλυψη/διαρροή ~ών ~ών. [< γαλλ. secret d'État] , επτασφράγιστο μυστικό βλ. επτασφράγιστος, κοινό μυστικό βλ. κοινός ● ΦΡ.: σκάω το μυστικό (σε κάποιον) (λαϊκό): το αποκαλύπτω: Σε μια κουβέντα που είχαμε, μου το έσκασε ~. [< γαλλ.-αγγλ. secret, ουσιαστικοπ. ουδ. του μτγν. επιθ. μυστικός]

μύτη

μύτη μύ-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το μέρος του προσώπου στον άνθρωπο ή σε άλλα θηλαστικά το οποίο προεξέχει πάνω από το στόμα και κάτω από το μέτωπο, χωρίζεται σε δύο ρουθούνια και χρησιμεύει για την αναπνοή και την όσφρηση: γαλλική (: λεπτή και ελαφρώς ανασηκωμένη)/γαμψή/γυριστή/ίσια/κοντή/μακριά/μεγάλη/πλακουτσωτή/πλατιά/σουβλερή/σπασμένη/στραβή/στρογγυλή/χοντρή ~. Ελληνική ή κλασική ~ (: ίσια και λεπτή). Οστά/χόνδρος της ~ης. ~ κόκκινη από το κρύο. Αιμορραγία/επέμβαση/καταρροή/φαγούρα/φακίδες στη ~. Καθαρίζω/ξύνω/ρουφώ/σκαλίζω/σκουπίζω/φυσώ τη ~ μου. Η ~ μου είναι βουλωμένη/μπουκωμένη.|| Το κρασί φέρνει στη ~ αρώματα φρούτων.|| Mιλά με τη ~ (= έχει έρρινη προφορά).|| Πλαστική/ψεύτικη ~. Η ~ του κλόουν. 2. (κατ' επέκτ.) μουσούδι, ρύγχος ή το ράμφος των πουλιών: η ~ του δελφινιού/ξιφία/σκύλου. Βλ. προβοσκίδα.|| ~ αετού. 3. (μτφ.) αιχμηρή κυρ. ή λεπτή άκρη, προεξοχή ή το μπροστινό μέρος μακρόστενου συνήθ. πράγματος: κυρτή ~. Η ~ του αγκιστριού/της βελόνας/του βέλους/του καρφιού/του κονταριού/του μαχαιριού/του παγόβουνου/του σπαθιού. Μαρκαδόρος/πινέλο/στιλό με λοξή/στρογγυλεμένη ~ (πβ. ακίδα). Πένα με χρυσή ~. Έσπασε η/ξύνω τη ~ του μολυβιού. Έκοψε τα μαλλιά της ~ες/άφησε λίγες ~ες να πέφτουν στο πρόσωπο (βλ. αφέλειες).|| Η ~ του ακρωτηρίου.|| Η ~ του αεροπλάνου/του πλοίου (πβ. πλώρη)/του σωληναρίου. Σουτ με τη ~ του παπουτσιού (βλ. μύτος). 4. δυνατή όσφρηση: Το κυνηγόσκυλο έχει καλή ~. 5. (μτφ.) η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος ενστικτωδώς κάτι, διαίσθηση: Έχει (γερή) ~. 6. άρωμα κρασιού: πλούσια/πολύπλοκη/φινετσάτη ~. Έντονη ~ από μπαχαρικά/φρούτα του δάσους. ● Υποκ.: μυτίτσα (η), μυτούλα (η) ● Μεγεθ.: μυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: ανοίγει/ματώνει η μύτη μου (προφ.): αιμορραγεί., βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη (προφ.): για κάτι που έχει δυσάρεστη έκβαση, ενώ αρχικά ήταν ή προοριζόταν να είναι ευχάριστο: Τελικά ήρθε στην εκδρομή, αλλά μας το έβγαλε από τη ~ με την γκρίνια του. Πβ. μου βγαίνει (κάτι) ξινό., δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι & (σπάν.) δεν μάτωσε μύτη 1. δεν προκλήθηκαν βίαια επεισόδια: Ήρεμα εξελίχθηκε ο χθεσινός αγώνας· ~ ~. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Πβ. αναίμακτα. 2. (μτφ.) δεν υπήρξε αντίδραση, εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους θιγομένους: Κατεδαφίστηκαν όλες οι κατακτήσεις των εργαζομένων και ~ ~., δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του (μτφ.): είναι κοντόφθαλμος, στενόμυαλος: Δεν μπορεί να δει ~ ~. [< πβ. γερμ. nicht weiter sehen als seine Nase [reicht], γαλλ. ne pas voir plus loin que le bout de son nez] , δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα: Χωρίς τα γυαλιά/με τόσο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπε ούτε τη ~ της., έχει ψηλά τη μύτη (μτφ.-προφ.): έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας: ~ ~ του και δεν μας καταδέχεται. Πβ. σηκώνει (τη) μύτη, σνομπ, ψηλομύτης, ψώνιο., η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει (παροιμ.): είναι υπερόπτης και ακατάδεκτος, ψηλομύτης ή τεμπέλης., κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου: για κάτι ολοφάνερο που γίνεται ή υπάρχει, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι: Απέδρασε/πέρασαν κάτω από τη ~ των δεσμοφυλάκων. Η κλοπή έγινε κάτω από τη ~ των υπευθύνων. Η λύση τόσο καιρό βρισκόταν μπροστά στη ~ μας. Πβ. μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου., με τρώει η μύτη μου: έχω φαγούρα στη μύτη., μου σπάει/τρυπάει τη μύτη/τα ρουθούνια (προφ.): για φαγητό κυρ. που μυρίζει έντονα και ευχάριστα., μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός., μύτη με μύτη: πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι. Πβ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, πρόσωπο με πρόσωπο., να μου τρυπήσεις τη μύτη: για να δηλωθεί με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι: Αν κάνει τα μισά από όσα υποσχέθηκε, να μου τρυπήσετε τη ~. Βλ. να μη με λένε., πέφτει η μύτη/η μούρη μου (μτφ.-ειρων.): μειώνεται, θίγεται ο εγωισμός μου: Δεν παραδέχεται τα λάθη του, για να μην πέσει η μύτη του. , πέφτουν μύτες (προφ.): κάνει πάρα πολύ κρύο., πιάνω/κρατώ τη μύτη μου: πιάνω τη μύτη μου με τα δάχτυλα ή και δεν αναπνέω, συνήθ. για να αποφύγω δυσοσμία: Πάρε βαθιά αναπνοή και κράτα τη ~ σου κλειστή., σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω: Μου φαίνεται ότι σε σέρνει ~. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου., σκάω μύτη (προφ.): εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω: Ξαφνικά ~ει ~ ένα πιτσιρίκι.|| Έσκασε ~ ο ήλιος. ΣΥΝ. ξεμυτίζω, στη μύτη του κουταλιού: για μικρή ποσότητα (όση χωρά στην άκρη του): Προσθέτουμε ελάχιστο αλάτι/κανέλα ~ ~. (σπάν.) Μια μύτη ζάχαρη (= πολύ λίγη)., στις μύτες (των ποδιών): στις άκρες των ποδιών ή των παπουτσιών, με ανασηκωμένες τις φτέρνες: Πατώ/περπατώ/στέκομαι ~ ~. Μπήκε στο δωμάτιο ~ ~ (για να μη γίνει αντιληπτός). Πβ. (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων., το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι και οι ευφυείς άνθρωποι συχνά πέφτουν σε προφανείς παγίδες, την πατούν., τρέχει η μύτη μου 1. έχω καταρροή: Η ~ του τρέχει συνέχεια. 2. ματώνει: Kάθισε μέχρι που σταμάτησε να ~ ~ του., χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού & βάζω τη μύτη/την ουρά μου κάπου/παντού (προφ.): ασχολούμαι με ζητήματα που δεν με αφορούν: ~ει ~ του στα προσωπικά/στις υποθέσεις των άλλων. Μη ~εις ~ σου παντού. Πβ. ανακατεύομαι, επεμβαίνω, χώνομαι. ΣΥΝ. μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν [πβ. γερμ. seine Nase in etwas/in allen [hinein] stecken] , (με/χωρίς) σηκωμένη μύτη βλ. σηκωμένος, βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, κλείνει η μύτη μου βλ. κλείνω, όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε βλ. γουρούνι, σηκώνει (τη) μύτη βλ. σηκώνω [< μεσν. μύτη < πβ. αρχ. μύτις ‘εσωτερικό των μαλακίων, μελάνι της σουπιάς’]

παραμύθι

παραμύθι πα-ρα-μύ-θι ουσ. (ουδ.) {παραμυθ-ιού | -ιών} 1. ΛΑΟΓΡ. -ΛΟΓΟΤ. φανταστική διήγηση που κινείται μέσα σε έναν κόσμο μαγικό και ονειρικό, αποσκοπώντας κυρ. στην ψυχαγωγία των παιδιών· συνεκδ. το αντίστοιχο είδος της προφορικής ή λαϊκής λογοτεχνίας ή το συγκεκριμένο βιβλίο: έντεχνο/λαϊκό/συγκινητικό/σύγχρονο/τρυφερό ~. Ανατολίτικα/(νεο)ελληνικά/ευρωπαϊκά/κλασικά/παιδικά/παραδοσιακά/χριστουγεννιάτικα ~ια. Οικολογικά/σύγχρονα ~ια. Δραματοποιημένα/θεατρικά ~ια. Αφήγηση/τηλεοπτική μεταφορά ενός ~ιού. Το ηθικό δίδαγμα/τα λόγια/το νόημα/η πλοκή του ~ιού. Βραδιά/διαγωνισμός ~ιού. Τα ~ια της γιαγιάς. ~ια για μικρούς και μεγάλους. ~ια με δράκους/μάγισσες και μάγους/νάνους και γίγαντες/ξωτικά. Θρύλοι και ~ια. Η δομή/οι ήρωες (βλ. Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα, Χιονάτη) των ~ιών. Σειρά/συγγραφή/συλλογή ~ιών. Η μητέρα διηγήθηκε/είπε στο παιδί ένα ~.|| Εικονογραφημένα ~ια. Διαβάζω ένα ~. Τοπίο που μοιάζει σαν να βγήκε από τις σελίδες ενός ~ιού. Πβ. μυθολόγημα, μύθος. Βλ. ιστορία, μασάλι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, κόκκινη κλωστή δεμένη, μια φορά κι έναν καιρό ..., το κουκί και το ρεβίθι. 2. (μτφ.-προφ.) ψέμα: Το κατάπιε/έχαψε το ~. Μην πιστεύεις τα ~ια που σου αραδιάζει/σερβίρει. Μας έχει φλομώσει στα ~ια. Πβ. παραμύθα. 3. (μτφ.) ονειρεμένη κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Ζει το δικό της ~. Πβ. ροζ σύννεφο. ● Υποκ.: παραμυθάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ο πρίγκιπας του παραμυθιού βλ. πρίγκιπας, πριγκίπισσα ● ΦΡ.: ... του παραμυθιού: για στοιχείο που αποτελεί μοτίβο των παραμυθιών: το βασιλόπουλο/η καλή νεράιδα ~ ~., καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο (αργκό): για να δηλωθεί ότι το ψέμα κάποιου δεν είναι πειστικό., παραμύθι για (μικρά) παιδιά (μτφ.-προφ.): για κάτι που δεν γίνεται πιστευτό: Αυτά είναι ~ια ~, δεν πιστεύω τίποτα., πουλάει παραμύθι(α)/φούμαρα (προφ.): λέει ψευτιές, ανοησίες: Μην πιστεύεις τον κάθε απατεώνα που (σου) ~ ~. Πβ. παραμυθιάζω., σκάω το παραμύθι (σε κάποιον) (αργκό): λέω σε κάποιον ένα ψέμα ή μια δικαιολογία ή του φανερώνω κάτι που του είχα κρατήσει κρυφό., τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) (προφ.): πιστεύω τα ψέματά του, εξαπατώμαι: Συγγνώμη, αλλά δεν το ~ ~ σου! Πβ. ξεγελιέμαι, παραμυθιάζομαι., παραμύθια της Χαλιμάς βλ. Χαλιμά, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα [< μεσν. παραμύθι]

σκασμένος

σκασμένος, η, ο σκα-σμέ-νος επίθ. 1. που έχει σκάσει: ~η: επιδερμίδα/μπογιά. ~α: πόδια/χείλη/χέρια. Αυτοκίνητο με ~ο λάστιχο. 2. {κυρ. στο ουδ.} (οικ., ως χαρακτηρισμός σε έκφρ. αγανάκτησης) πολύ ενοχλητικός και κουραστικός: (για άνθρωπο, συνήθ. μωρό ή παιδί) Πάλι κλαίει το ~!|| (για μηχάνημα) Δεν δουλεύει το ~ο! Πβ. αναθεματισμένος. 3. (προφ.) πολύ στενοχωρημένος: Άσε με και είμαι ~ με αυτή την κατάσταση. Πβ. απηυδισμένος. ● βλ. σκάω

τζιτζίκι

τζιτζίκι τζι-τζί-κι ουσ. (ουδ.) & τζίτζικας (ο) & (λαϊκό) τζίτζιρας (ο): ΖΩΟΛ. σχετικά μεγάλο έντομο (επιστ. ονομασ. cicada), που ζει σε θερμές περιοχές και τρέφεται από τους χυμούς των δέντρων· το αρσενικό παράγει χαρακτηριστικό οξύ ήχο: το τερέτισμα/το τραγούδι των ~ιών. ● Υποκ.: τζιτζικάκι (το) ● ΦΡ.: σκάει ο τζίτζικας (προφ.): κάνει υπερβολική, αφόρητη ζέστη., τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε (παροιμ.): το τραγούδι του τζίτζικα σηματοδοτεί την έναρξη του καλοκαιριού., τζιτζίκια πεταλώνουμε; βλ. πεταλώνω [< μεσν. τζίτζικας < αρχ. τέττιξ]

χείλι

χείλι χεί-λι ουσ. (ουδ.) {χειλ-ιού | -ια, -ιών} (προφ.) & (λαϊκό-λογοτ.) αχείλι: χείλος: σαρκώδη ~ια. ● Υποκ.: χειλάκι (το) ● Μεγεθ.: χειλάρες (οι) ● ΦΡ.: γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του: χάρηκε, ευχαριστήθηκε για κάτι, ύστερα από δυσκολίες, προβλήματα: Επιτέλους ~ ~. Πες κανένα αστείο μπας και/να ~άσει (λίγο) το ~ μας (/το πικραμένο μας χειλάκι).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.