Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκέφτομαι σκέ-πτο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {σκέφ-τηκα (λόγ.) -θηκα, -τεί (λόγ.) -θεί, σκεπτ-όμενος} & (λόγ.) σκέπτομαι 1. χρησιμοποιώ τις δυνάμεις του νου, για να διαμορφώσω ιδέες, να κάνω κρίσεις, να καταλήξω σε συμπεράσματα, αποφάσεις, λύσεις· αντιμετωπίζω τις καταστάσεις, συλλογίζομαι με ορισμένο τρόπο· φέρνω κάτι στο μυαλό, το ανακαλώ στη μνήμη μου: ~ ότι υπάρχουν και χειρότερα (πβ. νομίζω, πιστεύω). ~ το ενδεχόμενο να παραιτηθώ. ~εται πώς θα τα βγάλει πέρα. ~ ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μου/πού θα πάω διακοπές/τι δώρο να του πάρω. ~όμουν, τι να κάνει αυτή η ψυχή (πβ. αναρωτιέμαι, απορώ); Τι ~όταν για μας; Για σκέψου λίγο αυτό που λες. Το ~τηκα και απάντησα θετικά. Είναι δαιμόνιος, τι άλλο θα ~τεί πια (πβ. επινοώ, σκαρφίζομαι); Πρέπει να ~τώ, προτού διαφωνήσω ή συμφωνήσω. ~, άρα υπάρχω (λατ. cogito, ergo sum).|| ~εται αισιόδοξα/αρνητικά/βαθιά/έξυπνα/επιπόλαια/επιφανειακά/θετικά/λογικά/πρακτικά/φωναχτά/ψύχραιμα/ώριμα. Σκέψου διαφορετικά/με σύνεση. Πώς το ~εσαι;|| Μη ~εσαι την αποτυχία/τον θάνατο. Έχεις ~τεί να φύγεις (: σου έχει περάσει από το μυαλό);|| ~όταν (= αναπολούσε) το παρελθόν. Πβ. διαλογίζομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι. Βλ. πολυ~. 2. αναλογίζομαι, λαμβάνω κάτι υπόψη· επικεντρώνω, εστιάζω την προσοχή ή το ενδιαφέρον μου σε κάποιον ή κάτι: ~ τους κινδύνους/το μέλλον/τις συνέπειες. ~τηκες ποτέ τι θα γινόταν αν … Βλ. σταθμίζω, υπολογίζω.|| ~ τη μητέρα μου, που είναι άρρωστη. Εμένα δεν με ~εσαι καθόλου; Σε ~ (πολύ). Μόνο τον εαυτό σου ~εσαι. Πβ. λογαριάζω, νοιάζομαι. 3. (+ να) έχω σκοπό, πρόθεση, σχεδιάζω να κάνω κάτι: ~ονται να αγοράσουν αυτοκίνητο/κάνουν παιδί. ~ να ασχοληθώ επαγγελματικά με ... Πβ. προτίθεμαι, σκοπεύω. 4. {στο β' πρόσ.} φαντάζομαι, υποθέτω: Σκέψου να ήσουν στη θέση του. Έπρεπε να το είχες ~τεί. ● ΦΡ.: για σκέψου/για φαντάσου! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη ή θαυμασμός: Τι πρωτότυπη ιδέα! ~ ~!, σκέψου καλά (προφ.): πρόσεξε: ~ ~, πριν αποφασίσεις. (Για) ~ καλύτερα και μη λες ανοησίες. Βλ. έχε τον νου σου., καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! βλ. καλά ● βλ. σκεπτόμενος [< αρχ. σκέπτομαι, γαλλ. penser, αγγλ. think]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

σκεπτόμενος

σκεπτόμενος, η, ο σκε-πτό-με-νος επίθ. {κ. λόγ. θηλ. -μένη} & σκεφτόμενος 1. που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, προβληματισμένος: ~ος: αναγνώστης/θεατής/καλλιτέχνης/πολίτης. Ελεύθερα/υγιώς ~η κοινωνία. Κριτικά ~ες προσωπικότητες. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που μιμείται λειτουργίες της ανθρώπινης σκέψης: ~ες: μηχανές. ~α: ρομπότ. Βλ. τεχνητή νοημοσύνη/ευφυΐα. ● ΣΥΜΠΛ.: σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον: που ασκεί τη σκέψη του, εμβαθύνοντας στα πράγματα: βαθιά/λογικά ~ ~. Κανείς ~ ~ δεν πιστεύει ότι ... [< γαλλ. un homme pensant] ● βλ. σκέφτομαι [< γαλλ. pensant, αγγλ. thinking]

σταθμίζω

σταθμίζω σταθ-μί-ζω ρ. (μτβ.) {στάθμι-σα, -στηκε, -σμένος, σταθμίζ-οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) σκέφτομαι και υπολογίζω πολύ καλά τις συνέπειες και τα δεδομένα, πριν αποφασίσω: ~ τις επιλογές/τους κινδύνους/όλες τις παραμέτρους ενός προβλήματος/τις πιθανότητες να ... Δεν ~σαν την κατάσταση με τη δέουσα προσοχή. Βλ. αντι~, ισο~. ΣΥΝ. αναμετρώ, ζυγίζω (2) 2. προσαρμόζω ορισμένα στοιχεία ενός συνόλου δεδομένων κατά τρόπο ώστε να συνεισφέρουν περισσότερο από άλλα στο τελικό αποτέλεσμα: Η βαθμολογία σε κάθε μάθημα ~εται με διαφορετικούς συντελεστές. (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Τεστ νοημοσύνης που έχει ~στεί σε δείγμα χιλίων ατόμων. ~σμένος: βαθμός/δείκτης τιμών/μέσος όρος (βλ. σταθμικός). ~σμένο: κόστος κεφαλαίου. 3. (σπάν.) προσδιορίζω ή καθορίζω το βάρος ενός πράγματος, χρησιμοποιώντας ζυγαριά. 4. (σπάν.) ελέγχω με τη στάθμη την οριζόντια ή την κάθετη θέση μιας επιφάνειας ή γραμμής. ΣΥΝ. αλφαδιάζω (1) [< μτγν. σταθμίζω ‘ζυγίζω, αποτιμώ’ 2: αγγλ. weight]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.