Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκευοφυλάκιο σκευ-ο-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) σκευοφυλακείο: ΕΚΚΛΗΣ. μέρος όπου φυλάσσονται τα ιερά αντικείμενα, κειμήλια ή/και λείψανα που βρίσκονται σε ναό: αγιογραφημένο/θολοσκέπαστο ~ Μονής. Βλ. διακονικό, λειψανοθήκη, -φυλάκιο. ΣΥΝ. ιεροφυλάκιο [< μεσν. σκευοφυλάκιον]

διακονικό

διακονικό δι-α-κο-νι-κό ουσ. (ουδ.) ΕΚΚΛΗΣ. 1. ΑΡΧΙΤ. η δεξιά κόγχη του Αγίου Βήματος, όπου στέκεται ο διάκονος κατά τη Θεία Λειτουργία. Βλ. πρόθεση. 2. τμήμα του Αγίου Βήματος όπου τοποθετούνται ιερά βιβλία, άμφια και σκεύη. Βλ. σκευοφυλάκιο.διακονικά (τα): οι δεήσεις που αναπέμπει ο διάκονος κατά την ιερή ακολουθία. [< μτγν. διακονικόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.