Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκηνή σκη-νή ουσ. (θηλ.) 1. το σημείο σε θεατρικό ή συναυλιακό χώρο όπου οι καλλιτέχνες εμφανίζονται και παίζουν μπροστά στο κοινό: κυκλική/περιστρεφόμενη ~. Είσοδος/εμφάνιση ηθοποιού/τραγουδιστή/χορευτή στη ~. Μηχανικός/τεχνικός/υπεύθυνος/φροντιστής/φωτισμός ~ής. Πβ. πάλκο, παλκοσένικο. Βλ. παρασκήνια, πλατεία.|| (ειδικότ.) Η ~ του αρχαίου θεάτρου. Βλ. προσκήνιο. 2. (συνεκδ.) θέατρο (ως τέχνη, χώρος ή θεσμός): κρατική/παιδική/πειραματική ~. Ανέβηκε/επέστρεψε στη ~. Άφησε/εγκατέλειψε τη ~ (: συνήθ. για ηθοποιό που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση). Ανέβασε στη ~ το μιούζικαλ ... Στη ~ και στην οθόνη. Πβ. σανίδι. Βλ. πανί.|| Εθνική Λυρική ~.|| (κατ' επέκτ., κάθε χώρος παραστάσεων) Μεγάλες/μικρές μουσικές ~ές. 3. υποενότητα καλλιτεχνικού έργου που παρουσιάζει θεματική ή/και αφηγηματική αυτοτέλεια: διαλογική/ερωτική/κωμική ~. ~ές βίας/δράσης. ~ από μυθιστόρημα/παράσταση. Η ~ της αναγνώρισης/του αποχωρισμού/του γάμου. Η εισαγωγική/κορυφαία/τελική ~ του έργου. (στο θέατρο:) Η πρώτη ~ της τρίτης πράξης. (στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση:) Ακατάλληλες/τολμηρές ~ές. Οι ~ές της σειράς/ταινίας (πβ. σεκάνς) έχουν γυριστεί στη ... Λήψη/μετάδοση/μοντάζ/προβολή ~ών.|| Η ~ διαδραματίζεται/εκτυλίσσεται ... (: η αντίστοιχη δράση).|| (ειδικότ., ζωγραφική αναπαράσταση ή φωτογραφική αποτύπωση συμβάντος:) Οικογενειακή/πολεμική ~. 4. {χωρ. πληθ.} (μτφ.) τομέας, σφαίρα δραστηριότητας: εικαστική/θεατρική/πολιτιστική/τηλεοπτική/χορευτική ~. Τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής/παγκόσμιας αθλητικής/μουσικής ~ής. Οι εκπρόσωποι της σύγχρονης λογοτεχνικής ~ής. Η εξωτερική/εσωτερική πολιτική ~. Επικρατεί αβεβαιότητα στη διεθνή οικονομική ~. Πβ. τοπίο. 5. σκηνικό θεατρικού έργου: λιτή ~. Πβ. σκηνογραφία. 6. αξιοσημείωτο περιστατικό που προκαλεί συνήθ. έντονα συναισθήματα· ειδικότ. έκρηξη θυμού, λογομαχία μπροστά σε κόσμο: ~ές συγκίνησης/υστερίας. Αντίκρισε ~ές σοκ. Οι επιζήσαντες περιγράφουν ~ές τρόμου/φρίκης. Μάρτυρες ~ών βίας στην οικογένεια. Βλ. επεισόδιο.|| Τρομερή ~ ζηλοτυπίας. (ειρων.) ~ές απείρου κάλλους (: επεισοδιακές ~ές). Δημιουργεί ~ές. Πβ. φάση. 7. φορητή κατασκευή, από χοντρό ύφασμα και μεταλλικούς συνήθ. πασσάλους, που συναρμολογείται και χρησιμοποιείται ως χώρος προσωρινής διαμονής κυρ. στρατιωτών, εκδρομέων, σεισμοπαθών, προσφύγων: ~ κάμπινγκ/παραλίας. Έστησαν τη ~. Κοιμήθηκαν/πέρασαν το βράδυ στις ~ές. Πβ. αντίσκηνο, τέντα. Βλ. σκηνάκι. ● Υποκ.: σκηνούλα (η) ● ΦΡ.: επί σκηνής (λόγ.): (πάνω) στη σκηνή: παρουσία ~ ~. Όλος ο θίασος ~ ~., κάνω σκηνή/σκηνές (σε κάποιον) (προφ.): εκδηλώνω με έντονο τρόπο, συνήθ. στον σύντροφό μου, ζήλια ή θυμό: Της/του ~ει ~ές ζήλιας. Μου ~ει ~ές μπροστά σε κόσμο. [< γαλλ. faire une scène (à quelqu'un)] , σαν σκηνή από ταινία: για κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο, που μοιάζει εξωπραγματικό: ~ ~ επιστημονικής φαντασίας/τρόμου., βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή βλ. θέατρο [< αρχ. σκηνή, γαλλ. scène, αγγλ. scene]

επεισόδιο

επεισόδιο [ἐπεισόδιο] ε-πει-σό-δι-ο ουσ. (ουδ.) {επεισοδί-ου | -ων} 1. γεγονός που διαταράσσει την τάξη ή τις σχέσεις δύο ή περισσότερων πλευρών· σειρά από τέτοια περιστατικά, σύγκρουση, συμπλοκή μεταξύ αντιμαχόμενων μερών: αιματηρό/δυσάρεστο/έντονο/μεθοριακό/οικογενειακό/πολιτικό/τραγικό/χοντρό ~. Αφηγούμαι/εξιστορώ ένα ~. Το ~ διαδραματίστηκε/έλαβε χώρα/σημειώθηκε/συνέβη (ξημερώματα Κυριακής). Το ~ θεωρείται λήξαν (πβ. διαπληκτισμός, καβγάς, φιλονικία).|| Βίαια/γενικευμένα/εκτεταμένα/θλιβερά/πρωτοφανή ~α (σε ολόκληρη τη χώρα/στο κέντρο της πόλης). Οι ηθικοί αυτουργοί των ~ων. Ένταση και ~α για ένα εισιτήριο. Καταδικάστηκε για εμπλοκή/συμμετοχή σε ~α βίας. Απειλήθηκαν/ξέσπασαν/προκλήθηκαν/πυροδοτήθηκαν ~α. Σοβαρά ~α έγιναν/εκτυλίχθηκαν μεταξύ οπαδών μετά το τέλος του αγώνα (βλ. βανδαλισμός). Πβ. ταραχές. Βλ. μικρο~.|| (γενικότ., συμβάν) Θα αναφερθώ σε δύο γνωστά ~α της ελληνικής ιστορίας ... Βλ. ανέκδοτο. 2. καθένα από τα ξεχωριστά μέρη στα οποία χωρίζεται τηλεοπτική σειρά· (στο αρχ. ελλην. δράμα) ενότητα μεταξύ δύο χορικών στην οποία εξελίσσεται η δράση: αυτοτελή/ημίωρα/καθημερινά/ωριαία ~α. Τέλος ~ου. Καινούργιος κύκλος ~ων. Πότε θα παιχτεί/προβληθεί το επόμενο ~ (του σίριαλ); ~α που γυρίστηκαν στο εξωτερικό.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~α τραγωδίας. Βλ. έξοδος, πάροδος, πρόλογος, στάσιμο. 3. ΙΑΤΡ. ξαφνική εκδήλωση ενός προβλήματος υγείας: βαρύ εγκεφαλικό ~ (= εγκεφαλικό). Θρομβωτικό/λιποθυμικό (= λιποθυμία)/υπογλυκαιμικό (= υπογλυκαιμία) ~. Οξύ ~ άσθματος. (ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μανιακό/μείζον καταθλιπτικό ~. Βουλιμικά ~α (= υπερφαγία). ● ΣΥΜΠΛ.: θερμό επεισόδιο: ΠΟΛΙΤ. σύντομη ένοπλη σύρραξη των στρατιωτικών δυνάμεων δύο χωρών· οξεία αντιπαράθεση: παραλίγο/πιθανό ~ ~ στον αέρα/στη θάλασσα. Κίνδυνος/φόβος για ~ ~.|| ~ ~ μεταξύ των δύο βουλευτών., διπλωματικό επεισόδιο βλ. διπλωματικός, καρδιακό επεισόδιο βλ. καρδιακός, ισχαιμικό επεισόδιο βλ. ισχαιμικός, φραστικό επεισόδιο βλ. φραστικός ● ΦΡ.: χάνω επεισόδια & τεύχη (προφ.): δεν ενημερώνομαι για τις πρόσφατες εξελίξεις: Έχω χάσει ~· τι έγινε; Μήπως/πάλι έχασα ~; [< αρχ. ἐπεισόδιον, γαλλ. épisode, incident, αγγλ. episode]

θέατρο

θέατρο θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.) {θεάτρ-ου} 1. είδος θεάματος, όπου οι ηθοποιοί αναπαριστάνουν μια ιστορία, συνήθ. με προκαθορισμένο κείμενο, υποδυόμενοι τα πρόσωπα που δρουν σε αυτή, σε περιορισμένο χώρο και με φυσική παρουσία θεατών: λάτρης/φίλος του ~ου (= θεατρόφιλος). Βραβεία ~ου. Έκανε καριέρα στο ~. Μεγάλα ονόματα /ιερά τέρατα του ~ου και του κινηματογράφου. Κουστούμια/σκηνικά/σκηνοθεσία ~ου. Τεχνικοί ~ου. Γράφει ~ (= είναι θεατρικός συγγραφέας/δραματουργός). Ιστορικός/θεωρητικός του ~ου (πβ. θεατρολόγος). Κριτικός ~ου. Βλ. χορο~. 2. το σύνολο των θεατρικών έργων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: δραματικό/κωμικό ~. Κλασικό/μοντέρνο/(λαϊκό) παραδοσιακό/πειραματικό/πολιτικό/πρωτοποριακό/ρεαλιστικό ~. Επικό ~ (: αφήγηση κοσμοϊστορικών γεγονότων). Ιαπωνικό/ευρωπαϊκό/παγκόσμιο ~. Αρχαίο ελληνικό/επτανησιακό/κρητικό/νεοελληνικό ~ (βλ. δράμα). Σαιξπηρικό ~. Ερασιτεχνικό/παιδικό/σχολικό ~. ~ μαριονετών (πβ. κουκλοθέατρο). Βλ. βαριετέ, επιθεώρηση, κομέντια ντελ άρτε, μιούζικαλ, μπουλβάρ, όπερα, παντομίμα, φάρσα, χορόδραμα. 3. χώρος όπου δίνονται θεατρικές παραστάσεις, ο οποίος συνήθ. είναι στο εσωτερικό κτιρίου και περιλαμβάνει μια υπερυψωμένη κατασκευή, τη σκηνή, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί και σειρές καθισμάτων για τους θεατές· κατ' επέκτ. ο ίδιος ή παρόμοιος χώρος, όπου πραγματοποιούνται άλλες εκδηλώσεις καλλιτεχνικές ή μη: ανοιχτό/θερινό/κλειστό/υπαίθριο ~. Αυλαία/βεστιάριο/γαλαρία/εξώστης/θεωρείο/καμαρίνια/κουίντα/παρασκήνια/πλατεία/φουαγιέ του ~ου.|| Γιορτή/ομιλία στο ~ του σχολείου. Βλ. καφε~, κινηματο~, παλκοσένικο, σανίδι, -τρο. 4. (συνεκδ.) οι θεατές που παρακολουθούν μια παράσταση: Όλο το ~ σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε τους ηθοποιούς. 5. οι άνθρωποι των οποίων η επαγγελματική ενασχόληση έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τις θεατρικές παραστάσεις: Όλο το ~ πενθεί τον θάνατο του δημοφιλούς ηθοποιού (= ο κόσμος του ~ου). Βλ. ενδυματολόγος, θεατράνθρωπος, μακιγιέρ, σκηνογράφος, σκηνοθέτης, ταξιθέτης, υποβολέας. 6. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση και οργάνωση θεατρικών παραστάσεων: To Εθνικό ~ αρχίζει την περιοδεία του/ανεβάζει το αριστούργημα ... Κρατικό ~ Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ). Δημοτικό Περιφερειακό ~. Ο θίασος/το ρεπερτόριο του ~ου ... Βλ. θεατρώνης, θιασάρχης, ιμπρεσάριος. 7. υποκριτική ή θεατρολογία: Σπουδάζει ~ στη δραματική σχολή .../στο Πανεπιστήμιο ... 8. (μτφ.-προφ.) προσποιητή, υποκριτική συμπεριφορά: Άσε το ~ (= τους θεατρινισμούς)/πάψε να παίζεις ~ και πες την αλήθεια (βλ. άσε τα σάπια). Τιμωρήθηκε για ~ (: για ποδοσφαιριστή που με θεαματική συνήθ. βουτιά επιχειρεί να κερδίσει πέναλτι ή φάουλ). 9. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. ημικυκλική κατασκευή με κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων στο κέντρο της οποίας εκτείνεται κυκλικά η ορχήστρα, μπροστά από την οποία βρίσκεται η σκηνή: Στο ~ της Επιδαύρου παίζονται κάθε καλοκαίρι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και κωμωδίες. Βλ. αμφι~, κοίλο(ν). 10. τόπος όπου συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, συνήθ. στρατιωτικά: ~ (πολεμικών) επιχειρήσεων/μαχών/πολέμου. ● Υποκ.: θεατράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο (του) δρόμου: υπαίθρια, συνήθ. αυτοσχέδια παράσταση. Βλ. θεάματα (του) δρόμου, περφόρμανς, χάπενινγκ. [< αγγλ. street theater, 1959] , λυρικό θέατρο: όπερα., μαύρο θέατρο: που χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία οπτικών ψευδαισθήσεων στους θεατές, καθώς χρησιμοποιείται ειδικός φωτισμός κοντά στο υπεριώδες φάσμα και μαύρος σκηνικός χώρος εντός του οποίου κινούνται ηθοποιοί που φορούν κουστούμια ή αξεσουάρ από φθορίζοντα υλικά. [< αγγλ. black theatre] , θέατρο σκιών βλ. σκιά, θέατρο της επινόησης βλ. επινόηση, θέατρο του παραλόγου βλ. παράλογο ● ΦΡ.: βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή (μτφ.): (κυρ. για ηθοποιό) πρωτοεμφανίστηκε σε θεατρική παράσταση. Βλ. ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο, ντεμπούτο, σανίδι., είμαι στο θέατρο: (προφ.) συμμετέχω επαγγελματικά σε θεατρικές παραστάσεις: ~ ~ πολλά χρόνια/από πολύ νέος., γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο βλ. γίνομαι [< 3,4,9: αρχ. θέατρον 1,2,5,6,7,8,10: γαλλ. théâtre, αγγλ. theatre, γερμ. Theater]

πανί

πανί πα-νί ουσ. (ουδ.) {παν-ιού | -ιών} 1. κομμάτι φτηνού υφάσματος, συνήθ. για πρόχειρη χρήση: αδιάβροχο/απορροφητικό (βλ. βετέξ, σπογγοπετσέτα)/βαμβακερό/λινό ~. ~ καθαρισμού. Βγάζω/τρίβω τον λεκέ μ' ένα βρεγμένο/καθαρό/μαλακό/νωπό/στεγνό ~. Σκούπισε τα χέρια του/σκέπασε το πιάτο μ' ένα ~ (βλ. πετσέτα). Βλ. -πανο, πατσαβούρα. 2. ΝΑΥΤ. ιστίο: ανοιχτά/λευκά ~ιά. Άπλωμα των ~ιών. Κατεβάζω/μαζεύω τα ~ιά. Ο άνεμος γεμίζει/φουσκώνει τα ~ιά. Πβ. άρμενα. Βλ. λατίνι, μαΐστρα, μετζάνα, μπούμα, προΐστιο, ράντα1, σακολέβα, τρίγκος, φλόκος, ψάθα.|| (συνεκδ.) Τα ελληνικά ~ιά (= οι Έλληνες ιστιοπλόοι) κατέκτησαν ... μετάλλια. 3. ύφασμα ή άλλο υλικό στο οποίο προβάλλεται εικόνα, κυρ. ταινία· συνεκδ. κινηματογράφος: ~ προβολής (βλ. προτζέκτορας).|| Η ζωή του θα μεταφερθεί στο ~ (= στη μεγάλη οθόνη). Πβ. σελιλόιντ. Βλ. θέατρο σκιών, μπερντές, πάλκο, σανίδι, σκηνή. ● Υποκ.: πανάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο πανί βλ. κόκκινος ● ΦΡ.: ανοίγω πανιά & σηκώνω/κάνω πανιά 1. αποπλέω: Ανοίξαμε ~ για το νησί.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ (= έφυγε) για άλλα μέρη. 2. (μτφ.) ξεκινώ κάτι με καλές προοπτικές: (για επιχείρηση) Άνοιξε ~ για ξένες αγορές., άσπρος σαν (το) πανί: χλομός: Έγινε ~ ~ απ' τον φόβο του., είμαι/έμεινα πανί με πανί (προφ.): είμαι απένταρος, ξέμεινα από χρήματα. Πβ. με άδειες τσέπες. ΣΥΝ. βρέθηκε/έμεινε στον άσο, δεν έχω μία, δεν έχω φράγκο, είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος), μένω/είμαι στεγνός, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά (προφ.): είναι πολύ στενοχωρημένος ή απογοητευμένος. ΣΥΝ. τα βάφω μαύρα, μάινα τα πανιά! βλ. μάινα1, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μτγν. πανίον < μεσν. πανί(ν), λατ. pannus]

προσκήνιο

προσκήνιο προ-σκή-νι-ο ουσ. (ουδ.) {προσκηνί-ου} 1. δημοσιότητα, επικαιρότητα, η πρώτη γραμμή δράσης: αθλητικό/πολιτικό/τηλεοπτικό ~. Το ~ της ιστορίας. Ο καλλιτέχνης απουσιάζει/εξαφανίστηκε από το μουσικό ~. Βλ. επίκεντρο, στερέωμα. ΑΝΤ. παρασκήνιο 2. ΑΡΧ. το μπροστινό μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου στο οποίο εμφανίζονταν οι ηθοποιοί. ΣΥΝ. λογείο 3. ΑΡΧΙΤ. μέρος της σκηνής του σύγχρονου θεάτρου μπροστά από την αυλαία. ● ΦΡ.: βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο: παρουσιάζεται, γίνεται γνωστό, αναδεικνύεται: Το ζήτημα/πρόβλημα ήρθε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας. [< 2: μτγν. προσκήνιον, γαλλ.-αγγλ. proscenium 1: αγγλ. foreground]

σκηνάκι

σκηνάκι σκη-νά-κι ουσ. (ουδ.) (συχνά στη στρατιωτική αργκό): (υποκ.) μικρή σκηνή: Μοιραστήκαμε/στήσαμε το ~. Τα ~ια του στρατού.σκηνάκια (τα): άσκηση που πραγματοποιείται εκτός στρατοπέδου, διαρκεί περισσότερες από μία ημέρες και προβλέπει διανυκτέρευση των οπλιτών σε σκηνές: Θα βγούμε/πάμε για ~. Τριήμερα ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.