Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 21 εγγραφές  [0-20]


  • σκιά σκι-ά ουσ. (θηλ.) 1. σκοτεινό είδωλο που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν ένα αδιαφανές σώμα παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτή και σε εκπεμπόμενο φως· ειδικότ. σκοτεινή φιγούρα: ανθρώπινη ~. ~ές αντικειμένων. Η ~ του αεροπλάνου. ~ές στον τοίχο. (προφ., σε ακτινογραφία:) ~ στον πνεύμονα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ηλιακή ~. Η ~ της Γης/Σελήνης. Βλ. παρα~.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Αντιθέσεις/εναλλαγές φωτός και ~άς. Βλ. φωτοσκίαση.|| Είδα μια ~ να κινείται προς το μέρος μου. Οι ~ές της νύχτας. Πβ. ίσκιος. 2. μέρος ή τμήμα του εδάφους που δεν φωτίζεται συνήθ. από τον ήλιο, καθώς οι ακτίνες του δεν μπορούν να εισχωρήσουν σε αυτό: δροσερή ~. Κατασκήνωση σε τεχνητή/φυσική ~. Αμμουδιά/αυλή με ~. Στη ~ των βουνών/δέντρων. Δημιουργείται/σχηματίζεται ~. Περίπατος στη ~. Κάτω από τη ~ των βράχων. Πβ. ίσκιωμα. 3. καλλυντικό με το οποίο βάφονται τα βλέφαρα και γενικότ. η περιοχή γύρω από τα μάτια: ανοιχτόχρωμη/απαλή/ουδέτερη/σκούρα/φωτεινή ~. Διακριτικές/ματ/περλέ/πολύχρωμες ~ές. Αποχρώσεις/παλέτες/σειρά/σετ ~ών. ~ές σε καφέ τόνους/με κρεμώδη υφή/σε σκόνη. Απλώστε τη ~ με το πινέλο. Βλ. κραγιόν, ρουζ. 4. (μτφ.) αρνητική ψυχική κυρ. επίδραση που προκαλείται από απειλητική ή γενικότ. δυσάρεστη κατάσταση: ~ ανασφάλειας/καχυποψίας/μίσους/φόβου. 5. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ίχνος: ~ υποψίας. Διαλύθηκε και η τελευταία ~ αμφιβολίας. Πβ. υπόνοια. 6. (μτφ.) οτιδήποτε αρνητικό, ανεξιχνίαστο ή κρυφό, παράνομο: Δεν υπάρχει καμιά ~ στις σχέσεις των δύο ανδρών. Βγήκε από τη ~ (= αφάνεια).|| (ΤΗΛΕΠ., ως παραθετικό σύνθ.) Κλήσεις-/τηλέφωνα-~ές. Παρακολούθηση από κοριούς-~ές. 7. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: το βασίλειο/ο κόσμος των ~ών (= νεκρών, βλ. Άδης). ● Υποκ.: σκιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο σκιών: παράσταση με ημιδιαφανείς ζωγραφισμένες φιγούρες, τις οποίες ο καλλιτέχνης κινεί πίσω από λευκό φωτιζόμενο πανί μιμούμενος τις φωνές των ηρώων. Βλ. καραγκιόζης, κουκλοθέατρο. [< γαλλ. théâtre d'ombres] , βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: (είμαι) σκιά του εαυτού μου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δύσκολα αναγνωρίζεται, που δεν είναι ή δεν αποδίδει όπως παλιά: Ήταν ~ του (παλιού) εαυτού της, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί. Πόλη που ερήμωσε και απόμεινε ~ ~ της. [< γαλλ. l' ombre de soi-même] , ζω/μένω/είμαι στη σκιά & στη σκιά (μτφ., για πρόσ.): παραμένω αφανής δίπλα σε κάποια πιο ισχυρή προσωπικότητα: Έζησε ~ της μεγάλης της αδελφής. Πβ. σε δεύτερο πλάνο. [< γαλλ. dans l' ombre] , ρίχνει τη σκιά του 1. (μτφ.) επιδρά αρνητικά, απλώνεται απειλητικά: Η θλίψη έριξε ~ της στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή του. 2. σκιάζει: Τα σπίτια έριχναν ~ τους στον δρόμο. Πβ. επισκιάζω., στη/υπό τη σκιά & κάτω από τη σκιά (μτφ.): υπό την επίδραση που ασκείται από αρνητική κατάσταση ή από σπουδαιότερο γεγονός: ~ ~ του πολέμου. Διαπραγματεύσεις ~ ~ απειλών. Συνεδρίαση που γίνεται ~ ~ των συνταρακτικών αποκαλύψεων., υπό σκιά(ν) (λόγ.): σε σκιερό μέρος, σημείο: Το θερμόμετρο άγγιζε τους 38 βαθμούς ~ ~. Καφές καλλιεργημένος ~ ~., έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, περί όνου σκιάς βλ. όνος, φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του βλ. ίσκιος [< αρχ. σκιά, γαλλ. ombre, αγγλ. shadow, shade]
  • σκιαγράφημα σκι-α-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. σχεδίασμα προσώπου ή αντικειμένου στις βασικές του γραμμές. Πβ. ιχνογράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο. Βλ. -γράφημα. 2. (μτφ.) σκιαγραφία. Πβ. προσχέδιο. [< αρχ. σκιαγράφημα]
  • σκιαγράφηση σκι-α-γρά-φη-ση ουσ. (θηλ.): περιληπτική περιγραφή, παρουσίαση των βασικών στοιχείων: ~ του έργου (κάποιου)/των ηρώων/της κοινωνίας/της προσωπικότητας/του προφίλ (π.χ. του καταναλωτή). Αδρή ~ (= διαγραφή) χαρακτήρων. Ψυχολογική ~ των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Πβ. ιχνογράφηση. Βλ. -γράφηση.
  • σκιαγραφία σκι-α-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. σχηματική απόδοση του περιγράμματος προσώπου ή πράγματος, χωρίς λεπτομέρειες ή βάθος και συνεκδ. το αντίστοιχο έργο: προοπτική και ~. Πβ. ιχνο-, σκιτσο-γραφία.|| ~ες αλόγων (= σκιαγραφήματα). Βλ. -γραφία. 2. (μτφ.) μελέτη που προσεγγίζει ένα θέμα σε γενικές γραμμές: βιογραφική/ιστορική/πολιτική ~. Σύντομη ~ της ζωής και του έργου του ... ΣΥΝ. σκιαγράφημα (2) [< αρχ. σκιαγραφία, γαλλ. sciagraphie, αγγλ. sciagraphy]
  • σκιαγραφικό σκι-α-γρα-φι-κό ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. φαρμακευτική ουσία που χορηγείται σε ασθενή κατά τη διάρκεια απεικονιστικής εξέτασης, καθιστώντας πιο ευδιάκριτα τα ανατομικά στοιχεία: έγχυση ~ού. Ενδοφλέβια/ιωδιούχα ~ά. ΣΥΝ. σκιαγραφική ουσία
  • σκιαγραφικός , ή, ό σκι-α-γρα-φι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο σκιαγραφικό: ~ή: αντίθεση/απεικόνιση. ~ό: μέσο/υγρό/υλικό. 2. που σχετίζεται με τη σκιαγραφία: (μτφ.) ~ή παρουσίαση έργου. Πβ. περιληπτικός. ● ΣΥΜΠΛ.: σκιαγραφική ουσία: ΙΑΤΡ. σκιαγραφικό: έγχυση ~ής ~ας. [< μτγν. σκιαγραφικός]
  • σκιαγραφώ [σκιαγραφῶ] σκι-α-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {σκιαγραφ-είς ... | σκιαγράφ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ώντας, -ημένος} 1. (μτφ.) περιγράφω, αποδίδω κάτι σε γενικές γραμμές: ~εί την κατάσταση με ζοφερά χρώματα. ~ησε την ιστορία του κινήματος. Να ~ήσετε την προσωπικότητα του ήρωα. Μυθιστόρημα που ~εί (= απεικονίζει) τη ζωή ενός απλού ανθρώπου. Πβ. ιχνογραφώ. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (σπάν.) σκιτσάρω. Βλ. -γραφώ. [< αρχ. σκιαγραφῶ]
  • σκιάδα σκι-ά-δα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): ίσκιος· ειδικότ. στεγασμένη κατασκευή που σχηματίζει σκιά, προφυλάσσοντας κυρ. από τον ήλιο. Βλ. κιόσκι. [< μτγν. σκιάς]
  • σκιαδανθή [σκιαδανθῆ] σκι-α-δαν-θή ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΟΤ. δικοτυλήδονα φυτά (επιστ. ονομασ. Umbelliferae) με άνθη που ταξινομούνται κυκλικά, σαν ομπρέλα. Βλ. άνηθος, καρότο, μαϊντανός, μάραθο, σέλινο. [< γαλλ. ombellifère]
  • σκιάδιο σκι-ά-δι-ο ουσ. (ουδ.) & (προφ.) σκιάδι 1. (επίσ.) μικρό συνήθ. κάλυμμα που προστατεύει από τον ήλιο: ~ (συν)οδηγού. ~ φακού φωτογραφικής μηχανής (πβ. καπάκι, παρασολέιγ). Αφήστε ανοιχτό ένα φύλλο από τα ~α (= παντζούρια). (παλαιότ.) Πλατύγυρο ~ (= ψάθινο καπέλο). Πβ. σκίαστρο. Βλ. ηλιοπροστασία. 2. ΒΟΤ. είδος ταξιανθίας με άνθη που σχηματίζουν μπουκετάκια σαν ομπρέλες: σύνθετο ~. Σφαιρικά ~α. Βλ. ορτανσία. 3. ΖΩΟΛ. το ημιδιαφανές τμήμα του σώματος της μέδουσας, που έχει σχήμα κουδουνιού. [< 1: αρχ. σκιάδ(ε)ιον 2: μτγν. ~]
  • σκιάζει σκι-ά-ζει ρ. (μτβ.) {σκία-σε, σκιά-στηκε, -σμένος} 1. (μτφ.) προκαλεί βαριά ατμόσφαιρα, επιδρά αρνητικά: Η ύφεση ~ τις διεθνείς αγορές. Είδηση/επεισόδιο που ~σε τις συνομιλίες. Τα προβλήματα ~σαν την ευτυχία/τις σχέσεις τους. Πβ. διαταράσσω. Βλ. επισκιάζω. ΣΥΝ. ρίχνει τη σκιά του (1) 2. σχηματίζει σκιά σε επιφάνεια: Τα πεύκα ~ζαν τον κήπο. Βλ. φωτοσκιάζω. [< αρχ. σκιάζω]
  • σκιάζω σκιά-ζω ρ. (μτβ.) {έσκια-ξα, σκιά-χτηκα, -γμένος} (λαϊκό-λογοτ.): τρομάζω: Μ' ~ξες (= με φόβισες). ~χτηκα (= φοβήθηκα), μόλις βρέθηκα μονάχος. Μη ~εσαι! [< μεσν. σκιάζω]
  • σκιαθίτικος , η, ο σκια-θί-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τη Σκιάθο ή/και τους Σκιαθίτες. Βλ. -ίτικος.
  • σκιαμαχία σκι-α-μα-χί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): μάταιος αγώνας εναντίον ανύπαρκτου εχθρού: ανούσια/κομματική ~. Τηλεοπτικές ~ες. Αναλώθηκε σε άγονες διαμάχες και ~ες. Βλ. -μαχία, δονκιχοτισμός. [< μτγν. σκιαμαχία ‘προσποιητή μάχη’]
  • σκιαμαχώ [σκιαμαχῶ] σκι-α-μα-χώ ρ. (μτβ.) {σκιαμαχ-είς ..., -ώντας, συνήθ. στον ενεστ.} (λόγ.): αγωνίζομαι άσκοπα εναντίον ανύπαρκτου αντιπάλου: ~ούν για την προεδρία. Πβ. κυνηγάει ανεμόμυλους. Βλ. -μαχώ. [< αρχ. σκιαμαχῶ]
  • σκιάξιμο σκιά-ξι-μο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): τρόμαγμα, ξαφνικός φόβος. [<σκιάξιμον, 16ος αι.]
  • σκίαση σκί-α-ση ουσ. (θηλ.): σχηματισμός σκιάς: εξωτερική/εσωτερική/κάθετη/ομοιογενής/οριζόντια ~. Συστήματα/υφάσματα ~ης. ~ θερμοκηπίου/κτιρίων/χώρου. Βλ. τέντα, γραμμο~, φωτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Γραμμοειδείς/οζώδεις ~άσεις (: σε ακτινογραφία). ΣΥΝ. σκιασμός [< μεσν. σκίασις]
  • σκίασμα σκί-α-σμα ουσ. (ουδ.) 1. οτιδήποτε δημιουργεί σκιά. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (σε πίνακα ζωγραφικής) απόδοση της εναλλαγής φωτός και σκιάς, ώστε να δίνεται η αίσθηση του όγκου και του ανάγλυφου. Βλ. φωτοσκίαση. [< μτγν. σκίασμα]
  • σκιασμός σκι-α-σμός ουσ. (αρσ.): σκίαση. ΑΝΤ. ηλιασμός
  • σκίαστρο σκί-α-στρο ουσ. (ουδ.) (επίσ.) 1. οτιδήποτε δημιουργεί σκιά, προστατεύοντας από τον ήλιο: αφαιρούμενο/οριζόντιο/συρόμενο ~. ~ αυτοκινήτου/οροφής/πέργκολας/φακού. Εξωτερικά ~α (: παντζούρια, ρολά, τέντες). ~α παραθύρων. Ξαπλώστρα με ~. Πβ. σκιάδιο. Βλ. στέγαστρο. 2. αμπαζούρ: ~ λάμπας. Βλ. -τρο.

άνηθος

άνηθος [ἄνηθος] ά-νη-θος ουσ. (αρσ.) & άνηθο (το): ΒΟΤ. αρωματικό φυτό (επιστ. ονομασ. Anethum graveolens), που χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική: φυλλαράκια ~ου. Ένα ματσάκι ~ο. Βλ. μαϊντανός. [< αρχ. ἄνηθον]

βαρύς

βαρύς, ιά, ύ βα-ρύς επίθ. {(λόγ. θηλ.) βαρεία | βαρ-έος (σπάν. -ιού) | -είς (σπάν. -ιοί), -ιά (λόγ.) -έα, -έων (σπανιότ. -ιών), θηλ. -ειών | βαρύτ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. ελαφρύς 1. που έχει μεγάλο σχετικά βάρος, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για κάποιον να τον σηκώσει, να τον μετακινήσει ή να τον μεταφέρει: ~ύς: οπλισμός/σάκος. ~ιά: βαλίτσα/πόρτα. ~ύ: όχημα (: μπουλντόζα, τρακτέρ, φορτηγό)/σώμα/φορτίο. ~ιά: μηχανήματα. Μεταλλικές κατασκευές ~έος τύπου. (ΣΤΡΑΤ.) ~έα άρματα μάχης.|| (για πρόσ.) ~ και δυσκίνητος (πβ. παχύς, χοντρός). Αργός και ~ παίκτης. 2. (μτφ.) που δημιουργεί την εντύπωση ή την αίσθηση του βάρους, της δυσκολίας ή της έντασης: ~ιά: διακόσμηση (= βαρυφορτωμένη. ΑΝΤ. λιτή, μινιμαλιστική). ~ιά: έπιπλα (βλ. μπαρόκ)/κοσμήματα (= βαρύτιμα). ~ύ και επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο (= ογκώδες). Νιώθω τα βλέφαρά μου ~ιά (: από τη νύστα)/τα πόδια μου ~ιά (: από την κούραση)/το στομάχι μου ~ύ (: από το πολύ ή δυσκολοχώνευτο φαγητό).|| ~ύ: βήμα/περπάτημα. ~ιά: αθλήματα (π.χ. πάλη, άρση βαρών). Εργαλεία ~ιάς χρήσης.|| ~ύς: αναστεναγμός/ύπνος (= βαθύς). ~ύ: ζεϊμπέκικο. ~ιά: λαϊκά (βλ. ελαφρολαϊκά). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματική, πνευματική ή ψυχολογική πίεση και γι' αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να τον υποφέρει, αντέξει, αναλάβει ή αποδεχτεί: ~ιά: αναπηρία/αρρώστια/γρίπη/νοητική (καθ)υστέρηση. ~ύ: χτύπημα (= βίαιο, δυνατό). ~ιές: δουλειές (πβ. κοπιαστικός). ~ιά: κατάγματα. ~ατος: τραυματισμός.|| ~ύς: καημός. ~ιά: διάθεση/ευθύνη/ήττα/θλίψη/ιστορία/καταδίκη/μελαγχολία (= βαθιά)/μοίρα/ποινή/τιμωρία/φιλοσοφία (= δυσνόητη)/φορολογία. ~ύ: βιβλίο (= βαθυστόχαστο)/κατηγορητήριο/κόστος/όνομα/πένθος/πλήγμα/πρόστιμο/ύφος (= αυστηρό). ~είς: όροι (συνθήκης). Έπεσε ~ιά σιωπή/~ύ σκοτάδι. Έδωσε όρκο ~ύ. ~ατο: έργο/καθήκον/χρέος. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν ~ύ. ~ φόρος αίματος στην άσφαλτο. Πβ. δυσβάσταχτος, επαχθής.|| ~ιά: αμέλεια. ~ιές: υπόνοιες. ~ατο: παράπτωμα/σφάλμα. Πβ. σημαντικός, σοβαρός. 4. χοντρός στην πλέξη του και κατ' επέκτ. ζεστός: ~ιά: ρούχα (για το χειμώνα).|| ~ιές: κουβέρτες/κουρτίνες. ~ιά: υφάσματα. ΑΝΤ. λεπτός (1) 5. πυκνός, περιεκτικός ως προς τα συστατικά του: ~ύ: τσάι (ΑΝΤ. αραιό)/τσιγάρο (ΣΥΝ. σέρτικο). ~ιά: έλαια/λίπη (: πλούσια σε πολυακόρεστα)/ποτά (: με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ)/φάρμακα. Καφές ~ γλυκός (= βαρύγλυκος, βλ. χαρμάνι). Πβ. δυνατός.|| ~ιά: μέταλλα/στοιχεία. Σώμα ~ερο από τον αέρα.|| ~ιά: μυρωδιά. ~ύ: άρωμα. Πβ. έντονος.|| ~ύ γήπεδο λόγω βροχής (: βρεγμένο).|| (για πρόσ.) ~είς: καπνιστές (= μανιώδεις). 6. (μτφ.) προσβλητικός: Αντάλλαξαν ~είς χαρακτηρισμούς/~ιές κουβέντες/~ιά λόγια (π.χ. βρισιές, αλληλοκατηγορίες). 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πολύ έντονα, άσχημα καιρικά φαινόμενα: ~ύς: χειμώνας (= δριμύς). ~ιά: κακοκαιρία. ~ύ: κρύο (= τσουχτερό).|| ~ιά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. 8. δύσπεπτος: ~ιά: κουζίνα (: με κρεατικά, τηγανητά, σάλτσες και μπαχαρικά). ~ύ: γεύμα. ~ιές: τροφές. Το φαγητό μου έπεσε ~ύ (στο στομάχι). ΑΝΤ. εύπεπτος (1) 9. χαμηλού τονικού ύψους, βαθύς, μπάσος: ~ιά: (ανδρική) φωνή (ΑΝΤ. λεπτή). (στη βυζαντινή μουσική:) Ήχος ~. ΑΝΤ. οξύς.|| ~ιά προφορά (: έντονα ιδιωματική).|| ~ιά (= δυνατά) χτυπήματα στην πόρτα. 10. σκυθρωπός, ψυχρός, λιγομίλητος: Ο άνδρας ο πολλά ~. Πβ. μάγκας. ● επίρρ.: βαριά: Πατάει/περπατάει ~. Η πόρτα έκλεισε ~ πίσω του (: με δύναμη).|| ~ άρρωστος/τραυματισμένος (= σοβαρά). Πβ. βαρέως.|| Κοιμάται ~ (= βαθιά).|| Φάγαμε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά ατμόσφαιρα 1. (μτφ.) αρνητικά φορτισμένη: Μέσα σε ~ ~ πόνου και θλίψης έγινε η κηδεία του ... 2. αποπνικτική: ζέστη/υγρασία και ~ ~., βαριά σκιά & (σπάν.) βαρύς ίσκιος (μτφ.) 1. άσχημη κατάσταση με αρνητικές συνέπειες: ~ ~ στις διεθνείς αγορές εξαιτίας του πόλεμου. 2. η επιβλητική παρουσία μιας προσωπικότητας, που δημιούργησε σημαντικό έργο όσο ζούσε: Πέφτει βαριά η σκιά του ..., βαριάς μορφής & (λόγ.) βαρείας μορφής: για πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση: ~ ~ εγκαύματα/κατάθλιψη (ΑΝΤ. ήπιας μορφής)., βαρύ κλίμα (μτφ.): ατμόσφαιρα έντασης ή μεγάλης θλίψης: Η συνεδρίαση έγινε (μέσα) σε ~ ~ εξαιτίας ..., βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί 1. (μτφ.) ατού, όπλο, πλεονέκτημα: Ο διεθνής επιθετικός αποτελεί το ~ ~ της ομάδας. 2. ΟΙΚΟΝ. {συνήθ. στον πληθ.} προνομιακή μετοχή, που η αγορά της, αν και ακριβή, χαρακτηρίζεται συνήθ. από χαμηλό ρίσκο: Τα δυνατά χαρτιά του Χρηματιστηρίου. Πβ. μπλου τσιπς., βαρέα και ανθυγιεινά (επαγγέλματα) βλ. ανθυγιεινός, βαρέα/βαριά όπλα βλ. όπλο, βαριά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, βαριά κληρονομιά βλ. κληρονομιά, βαρύ κεφάλι βλ. κεφάλι, βαρύ κλάσμα βλ. κλάσμα, βαρύ πεπόνι βλ. πεπόνι, βαρύ πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο, βαρύ πυροβολικό βλ. πυροβολικό, βαρύ υδρογόνο βλ. υδρογόνο, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος ● ΦΡ.: βαρύς κι ασήκωτος 1. (για άνδρα) πολύ σοβαρός, λιγομίλητος ή στενοχωρημένος, ενοχλημένος: μάγκας ~ ~. Το παίζει ~ ~.|| Έχει ύφος βαρύ κι ασήκωτο. 2. επιτατικά: πόνος ~ ~. Φορτίο/χρέος ~ύ κι ~ο., κάνει τον βαρύ: με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι είναι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θιγμένος., το πήρε βαριά: στενοχωρήθηκε πολύ. ΣΥΝ. το πήρε κατάκαρδα, φέρω (κάτι) βαρέως ΑΝΤ. το πήρε ελαφριά, (είναι) βαριά η καλογερική βλ. καλογερική, (έχει) βαρύ χέρι βλ. χέρι, βαρύς ο πέλεκυς βλ. πέλεκυς, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά βλ. καρδιά [< αρχ. βαρύς, γαλλ. lourd, grave, pesant, αγγλ. heavy]

-γράφημα

-γράφημα β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.

-γράφηση

-γράφηση {-γράφησης (λόγ.) -γραφήσεως | -γραφήσεις, -γραφήσεων}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών με αναφορά στη γραφή, τη σχεδίαση, την απεικόνιση ή την καταγραφή: αγιο~/δακτυλο~/ηχο~/κινηματο~/(απο)κρυπτο~/λημματο~/μηχανο~/οπισθο~/πλαστο~/πολυ~/στενο~/συνταγο~/φωνο~/φωτο~/χαρτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ακτινο~/ραδιο~/σπινθηρο~. Πβ. -γραφία.|| Καταλογο~/κτηματο~/πολιτο~.

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-γραφώ

-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.

επισκιάζω

επισκιάζω [ἐπισκιάζω] ε-πι-σκι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {επισκία-σε (λόγ.) επεσκία-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, επισκιάζ-οντας} 1. (μτφ.) παρουσιάζομαι ως σημαντικότερος και αποσπώ την προσοχή από τους υπόλοιπους: Τα ελαττώματά του ~ουν τις καλές όψεις του χαρακτήρα του. Τα εφέ της ταινίας ~σαν την υπόθεσή της. Θέματα που ~σαν την επικαιρότητα. Οι διαφωνίες δεν είναι ικανές να ~σουν το κλίμα σύμπνοιας. Ο αγώνας/η νίκη ~στηκε από τα έκτροπα. 2. (σπάν.) ρίχνω τη σκιά μου σε κάτι καλύπτοντάς το: Η Σελήνη ~σε τον Ήλιο. [< πβ. αρχ. ἐπισκιάζω ‘κάνω σκιά, συσκοτίζω’, αγγλ. overshadow]

ηλιοπροστασία

ηλιοπροστασία [ἡλιοπροστασία] η-λι-ο-προ-στα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. προστασία από τον ήλιο και ειδικότ. από την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία: ~ κτιρίων. Εξωτερικά μέσα ~ας (π.χ. κουρτίνες, περσίδες, ρολά). Τέντες και συστήματα ~ας.|| ~ δέρματος. ~ και πρόληψη μελανώματος. 2. (συνεκδ.) κάλυμμα του παρμπρίζ και των τζαμιών του αυτοκινήτου, που λειτουργεί ως σκίαστρο, εμποδίζοντας την ανάπτυξη υψηλών θερμοκρασιών στο εσωτερικό του.

ίσκιος

ίσκιος [ἴσκιος] ί-σκιος ουσ. (αρσ.) 1. σκιά ενός σώματος και συνεκδ. μορφή που είναι απροσδιόριστη λόγω σκοταδιού: Ένας πλάτανος ρίχνει τον ~ιο του στην πλατεία του χωριού. Ο ~ του φάνηκε στον τοίχο.|| Είδα έναν ~ιο πίσω από τη μάντρα. 2. (συνεκδ.) μέρος που δεν φωτίζεται και είναι σκιερό: δροσερός/παχύς ~. Κάτω από τον ~ιο του δέντρου/της ομπρέλας. Ψάχνω να βρω λίγο ~ιο να ξαποστάσω. 3. ΛΑΟΓΡ. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: οι ~ιοι της νύχτας. Μιλάει με τους ~ιους. Πβ. πνεύμα. Βλ. αερικό, ξωτικό. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου (μτφ.-προφ.): τον ακολουθώ διαρκώς και παντού. Πβ. δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου., φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του (μτφ.-προφ.): είναι υπερβολικά φοβιτσιάρης. [< γαλλ. avoir peur de son ombre] [< μεσν. ίσκιος]

-ίτικος

-ίτικος, η, ο επίθημα επιθέτων που δηλώνει 1. προέλευση: αιγαιοπελαγ~ (βλ. -ίτης1)/κυκλαδ~/πολ~/σκοπελ~. 2. ιδιότητα: εφταμην~. Βλ. -ικος.

καραγκιόζης

καραγκιόζης κα-ρα-γκιό-ζης ουσ. (αρσ.) {καραγκιόζ-ηδες} 1. (κ. με. κεφαλ. το αρχικό Κ) πρωταγωνιστής του λαϊκού θεάτρου σκιών, φτωχός, ξυπόλυτος, φαλακρός, με μεγάλη καμπούρα και μύτη, με το δεξί χέρι μακρύτερο από το αριστερό και κύρια χαρακτηριστικά την εξυπνάδα, την κουτοπονηριά και την τεμπελιά· συνεκδ. θέατρο σκιών: (ως τίτλος παράστασης) "Ο ~ μάγειρας". || Φιγούρες ~η. 2. (μειωτ., για άνδρα) γελοίος, φαιδρός: Είναι μεγάλος ~!|| (υβριστ.) Άντε ρε ~η! Πβ. νούμερο, τζουτζές, φασουλής. ● Υποκ.: καραγκιοζάκι (το): στη σημ. 2· (σπανιότ.) φιγούρα συνήθ. πρόχειρα σχεδιασμένη. ● ΦΡ.: (ο) γάμος του καραγκιόζη (προφ.): κωμική, τραγελαφική κατάσταση: Οι εκλογές θυμίζουν (τον) ~ο ~., παράγκα/καλύβα του καραγκιόζη (προφ.): για κατασκευή ετοιμόρροπη, παλιά, σε άθλια κατάσταση: Αυτό δεν είναι σπίτι, είναι η ~ ~! Πβ. ερείπιο., στον γάμο του καραγκιόζη (προφ.): χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή τελείως εκτός στόχου: Έριξε ~ ~ (: με το όπλο). Πβ. βαράτε βιολιτζήδες., κάνει τον γελωτοποιό/τον καραγκιόζη/τον κλόουν/τον παλιάτσο βλ. κλόουν [< τουρκ. karagöz ‘μαυρομάτης’]

κιόσκι

κιόσκι κιό-σκι ουσ. (ουδ.): στεγασμένη κατασκευή σε υπαίθριο χώρο, που χρησιμεύει ως σημείο ανάπαυσης, πληροφόρησης ή εξυπηρέτησης του κοινού: μεταλλικό/ξύλινο/τουριστικό ~. Προεκλογικά ~ια. Το ~ του πάρκου/της πλατείας (βλ. καλαμωτή, οικίσκος, σκιάδα). ~ πώλησης (εφημερίδων). Πβ. περίπτερο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό/διαδραστικό/ψηφιακό κιόσκι: ΠΛΗΡΟΦ. οθόνη αφής τοποθετημένη σε δημόσιο χώρο, για την παροχή πληροφοριών ή γενικότ. την εξυπηρέτηση των πολιτών: ~ά ~ια ενημέρωσης των καταναλωτών. [< αγγλ. electronic kiosk] [< μεσν. κιόσκι(ον) < τουρκ. köşk, πβ. γαλλ. kiosque]

κραγιόν

κραγιόν κρα-γιόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. καλλυντικό, κυρ. σε μορφή στικ ή υγρή σε σωληνάριο με πινέλο, για το βάψιμο των χειλιών· συνεκδ. σημάδι, λεκές από το προϊόν αυτό: έντονο/ενυδατικό/κόκκινο/λαμπερό/ματ/ροζ ~. Μολύβι-~. Βάζω/φοράω ~. Βγάζω/διορθώνω το ~. Περίγραμμα που σταθεροποιεί το ~. Πβ. κοκκινάδι, λιπ γκλος. Βλ. ρουζ, σκιά.|| Ίχνη από ~ στο ποτήρι. 2. κραγιόνι: ~ για ζωγραφική σε ύφασμα. ● Υποκ.: κραγιονάκι (το) [< γαλλ. crayon]

-μαχία

-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.

-μαχώ

-μαχώ & -μαχάω: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μάχομαι με συγκεκριμένο μέσο ή τρόπο ή εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξιφο~/πυγ~.|| (κατ' επέκτ.) Λογο~.|| Μονο~/συμ~/φυγο~.|| (μτφ.) Σκια~. 2. (μτφ.) προσπαθώ πολύ, παλεύω: αγκο~/ψυχο~.

όνος

όνος [ὄνος] ό-νος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): γάιδαρος. Βλ. ημίονος. ● ΦΡ.: περί όνου σκιάς (μτφ.): για θέμα ανάξιο λόγου, για ασήμαντα πράγματα, για το τίποτα: ~ ~ αντιπαράθεση/διαμάχη. Δεν θεωρώ ότι όλα αυτά γίνονται ~ ~. [< αρχ. ὄνος]

ορτανσία

ορτανσία [ὀρτανσία] ορ-ταν-σί-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. θαμνώδες, φυλλοβόλο πολυετές φυτό (επιστ. ονομασ. Hydrangea macrophylla) με καρδιόσχημα οδοντωτά φύλλα και σφαιρικές ταξιανθίες το οποίο καλλιεργείται ως καλλωπιστικό: κόκκινη/λευκή/μοβ/μπλε/ροζ ~. [< γαλλ. hortensia, 1796, γαλλ. ανθρ. Hortense Lepaute]

στέγαστρο

στέγαστρο στέ-γα-στρο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): είδος στέγης που σκεπάζει υπαίθριο χώρο και συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: κινητό/μεταλλικό/σταθερό ~. ~ αρχαιολογικού χώρου/αυτοκινήτου/εξωτερικής πόρτας/κερκίδων/κολυμβητηρίου/σταδίου. ~α προστασίας/σκίασης. Πβ. σκέπαστρο.|| Περίμενε στο ~ της στάσης του λεωφορείου. Πβ. υπόστεγο. Βλ. -τρο. [< αρχ. στέγαστρον]

τέντα

τέντα τέ-ντα ουσ. (θηλ.) 1. σκληρό ή πλαστικοποιημένο ύφασμα που τυλίγεται σε οριζόντια μεταλλική δοκό, η οποία στερεώνεται στην οροφή και συνήθ. την κουπαστή μπαλκονιού και ξεδιπλώνεται, προστατεύοντας κυρ. από τον ήλιο· συνεκδ. τεντόπανο· γενικότ. κάθε κατασκευή με ύφασμα ή πλαστικό για σκίαση ή προστασία από τη βροχή: ~ με πλευρικούς οδηγούς/με σπαστούς βραχίονες. Τοποθέτηση ~ας. Ανεβάζω/ανοίγω/σηκώνω την ~.|| Σκίστηκε η ~ από τον αέρα.|| ~-πέργκολα για κάλυψη αιθρίου. ~ περιπτέρου. Οι ~ες των παραλιακών εστιατορίων. Βλ. σκίαστρο. 2. αντίσκηνο: Λύνω/στήνω την ~. Πβ. σκηνή. 3. (ως επίρρ., προφ.-εμφατ.) διάπλατα, ορθάνοιχτα: Άφησες ~ την μπαλκονόπορτα και μπήκαν κουνούπια. ● Υποκ.: τεντούλα (η): στις σημ. 1,2. [< μεσν. τέντα, ιταλ. tenda]

-τρο

-τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~. 2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~. 3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~. 4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.

φωτοσκιάζω

φωτοσκιάζω φω-το-σκι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ.} (σπάν.): δημιουργώ φωτοσκιάσεις: Ο ζωγράφος ~ει το περίγραμμα των αντικειμένων με μολύβι.

φωτοσκίαση

φωτοσκίαση φω-το-σκί-α-ση ουσ. (θηλ.): δημιουργία διαφορετικών τόνων σκιάς και φωτός σε θέμα ζωγραφικού, σχεδιαστικού ή φωτογραφικού έργου, σε τρισδιάστατη αναπαράσταση ή φυσικό χώρο: (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ρεαλιστικές ~άσεις. Παιχνίδι ~άσεων. Πβ. κιαροσκούρο. Βλ. σφουμάτο. ΣΥΝ. σκιοφωτισμός [< γαλλ. clair-obscur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.