άνηθος [ἄνηθος] ά-νη-θος ουσ. (αρσ.) & άνηθο (το): ΒΟΤ. αρωματικό φυτό (επιστ. ονομασ. Anethum graveolens), που χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική: φυλλαράκια ~ου. Ένα ματσάκι ~ο. Βλ. μαϊντανός. [< αρχ. ἄνηθον]
βαρύς, ιά, ύ βα-ρύς επίθ. {(λόγ. θηλ.) βαρεία | βαρ-έος (σπάν. -ιού) | -είς (σπάν. -ιοί), -ιά (λόγ.) -έα, -έων (σπανιότ. -ιών), θηλ. -ειών | βαρύτ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. ελαφρύς 1. που έχει μεγάλο σχετικά βάρος, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για κάποιον να τον σηκώσει, να τον μετακινήσει ή να τον μεταφέρει: ~ύς: οπλισμός/σάκος. ~ιά: βαλίτσα/πόρτα. ~ύ: όχημα (: μπουλντόζα, τρακτέρ, φορτηγό)/σώμα/φορτίο. ~ιά: μηχανήματα. Μεταλλικές κατασκευές ~έος τύπου. (ΣΤΡΑΤ.) ~έα άρματα μάχης.|| (για πρόσ.) ~ και δυσκίνητος (πβ. παχύς, χοντρός). Αργός και ~ παίκτης. 2. (μτφ.) που δημιουργεί την εντύπωση ή την αίσθηση του βάρους, της δυσκολίας ή της έντασης: ~ιά: διακόσμηση (= βαρυφορτωμένη. ΑΝΤ. λιτή, μινιμαλιστική). ~ιά: έπιπλα (βλ. μπαρόκ)/κοσμήματα (= βαρύτιμα). ~ύ και επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο (= ογκώδες). Νιώθω τα βλέφαρά μου ~ιά (: από τη νύστα)/τα πόδια μου ~ιά (: από την κούραση)/το στομάχι μου ~ύ (: από το πολύ ή δυσκολοχώνευτο φαγητό).|| ~ύ: βήμα/περπάτημα. ~ιά: αθλήματα (π.χ. πάλη, άρση βαρών). Εργαλεία ~ιάς χρήσης.|| ~ύς: αναστεναγμός/ύπνος (= βαθύς). ~ύ: ζεϊμπέκικο. ~ιά: λαϊκά (βλ. ελαφρολαϊκά). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματική, πνευματική ή ψυχολογική πίεση και γι' αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να τον υποφέρει, αντέξει, αναλάβει ή αποδεχτεί: ~ιά: αναπηρία/αρρώστια/γρίπη/νοητική (καθ)υστέρηση. ~ύ: χτύπημα (= βίαιο, δυνατό). ~ιές: δουλειές (πβ. κοπιαστικός). ~ιά: κατάγματα. ~ατος: τραυματισμός.|| ~ύς: καημός. ~ιά: διάθεση/ευθύνη/ήττα/θλίψη/ιστορία/καταδίκη/μελαγχολία (= βαθιά)/μοίρα/ποινή/τιμωρία/φιλοσοφία (= δυσνόητη)/φορολογία. ~ύ: βιβλίο (= βαθυστόχαστο)/κατηγορητήριο/κόστος/όνομα/πένθος/πλήγμα/πρόστιμο/ύφος (= αυστηρό). ~είς: όροι (συνθήκης). Έπεσε ~ιά σιωπή/~ύ σκοτάδι. Έδωσε όρκο ~ύ. ~ατο: έργο/καθήκον/χρέος. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν ~ύ. ~ φόρος αίματος στην άσφαλτο. Πβ. δυσβάσταχτος, επαχθής.|| ~ιά: αμέλεια. ~ιές: υπόνοιες. ~ατο: παράπτωμα/σφάλμα. Πβ. σημαντικός, σοβαρός. 4. χοντρός στην πλέξη του και κατ' επέκτ. ζεστός: ~ιά: ρούχα (για το χειμώνα).|| ~ιές: κουβέρτες/κουρτίνες. ~ιά: υφάσματα. ΑΝΤ. λεπτός (1) 5. πυκνός, περιεκτικός ως προς τα συστατικά του: ~ύ: τσάι (ΑΝΤ. αραιό)/τσιγάρο (ΣΥΝ. σέρτικο). ~ιά: έλαια/λίπη (: πλούσια σε πολυακόρεστα)/ποτά (: με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ)/φάρμακα. Καφές ~ γλυκός (= βαρύγλυκος, βλ. χαρμάνι). Πβ. δυνατός.|| ~ιά: μέταλλα/στοιχεία. Σώμα ~ερο από τον αέρα.|| ~ιά: μυρωδιά. ~ύ: άρωμα. Πβ. έντονος.|| ~ύ γήπεδο λόγω βροχής (: βρεγμένο).|| (για πρόσ.) ~είς: καπνιστές (= μανιώδεις). 6. (μτφ.) προσβλητικός: Αντάλλαξαν ~είς χαρακτηρισμούς/~ιές κουβέντες/~ιά λόγια (π.χ. βρισιές, αλληλοκατηγορίες). 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πολύ έντονα, άσχημα καιρικά φαινόμενα: ~ύς: χειμώνας (= δριμύς). ~ιά: κακοκαιρία. ~ύ: κρύο (= τσουχτερό).|| ~ιά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. 8. δύσπεπτος: ~ιά: κουζίνα (: με κρεατικά, τηγανητά, σάλτσες και μπαχαρικά). ~ύ: γεύμα. ~ιές: τροφές. Το φαγητό μου έπεσε ~ύ (στο στομάχι). ΑΝΤ. εύπεπτος (1) 9. χαμηλού τονικού ύψους, βαθύς, μπάσος: ~ιά: (ανδρική) φωνή (ΑΝΤ. λεπτή). (στη βυζαντινή μουσική:) Ήχος ~. ΑΝΤ. οξύς.|| ~ιά προφορά (: έντονα ιδιωματική).|| ~ιά (= δυνατά) χτυπήματα στην πόρτα. 10. σκυθρωπός, ψυχρός, λιγομίλητος: Ο άνδρας ο πολλά ~. Πβ. μάγκας. ● επίρρ.: βαριά: Πατάει/περπατάει ~. Η πόρτα έκλεισε ~ πίσω του (: με δύναμη).|| ~ άρρωστος/τραυματισμένος (= σοβαρά). Πβ. βαρέως.|| Κοιμάται ~ (= βαθιά).|| Φάγαμε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά ατμόσφαιρα 1. (μτφ.) αρνητικά φορτισμένη: Μέσα σε ~ ~ πόνου και θλίψης έγινε η κηδεία του ... 2. αποπνικτική: ζέστη/υγρασία και ~ ~., βαριά σκιά & (σπάν.) βαρύς ίσκιος (μτφ.) 1. άσχημη κατάσταση με αρνητικές συνέπειες: ~ ~ στις διεθνείς αγορές εξαιτίας του πόλεμου. 2. η επιβλητική παρουσία μιας προσωπικότητας, που δημιούργησε σημαντικό έργο όσο ζούσε: Πέφτει βαριά η σκιά του ..., βαριάς μορφής & (λόγ.) βαρείας μορφής: για πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση: ~ ~ εγκαύματα/κατάθλιψη (ΑΝΤ. ήπιας μορφής)., βαρύ κλίμα (μτφ.): ατμόσφαιρα έντασης ή μεγάλης θλίψης: Η συνεδρίαση έγινε (μέσα) σε ~ ~ εξαιτίας ..., βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί 1. (μτφ.) ατού, όπλο, πλεονέκτημα: Ο διεθνής επιθετικός αποτελεί το ~ ~ της ομάδας. 2. ΟΙΚΟΝ. {συνήθ. στον πληθ.} προνομιακή μετοχή, που η αγορά της, αν και ακριβή, χαρακτηρίζεται συνήθ. από χαμηλό ρίσκο: Τα δυνατά χαρτιά του Χρηματιστηρίου. Πβ. μπλου τσιπς., βαρέα και ανθυγιεινά (επαγγέλματα) βλ. ανθυγιεινός, βαρέα/βαριά όπλα βλ. όπλο, βαριά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, βαριά κληρονομιά βλ. κληρονομιά, βαρύ κεφάλι βλ. κεφάλι, βαρύ κλάσμα βλ. κλάσμα, βαρύ πεπόνι βλ. πεπόνι, βαρύ πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο, βαρύ πυροβολικό βλ. πυροβολικό, βαρύ υδρογόνο βλ. υδρογόνο, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος ● ΦΡ.: βαρύς κι ασήκωτος 1. (για άνδρα) πολύ σοβαρός, λιγομίλητος ή στενοχωρημένος, ενοχλημένος: μάγκας ~ ~. Το παίζει ~ ~.|| Έχει ύφος βαρύ κι ασήκωτο. 2. επιτατικά: πόνος ~ ~. Φορτίο/χρέος ~ύ κι ~ο., κάνει τον βαρύ: με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι είναι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θιγμένος., το πήρε βαριά: στενοχωρήθηκε πολύ. ΣΥΝ. το πήρε κατάκαρδα, φέρω (κάτι) βαρέως ΑΝΤ. το πήρε ελαφριά, (είναι) βαριά η καλογερική βλ. καλογερική, (έχει) βαρύ χέρι βλ. χέρι, βαρύς ο πέλεκυς βλ. πέλεκυς, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά βλ. καρδιά [< αρχ. βαρύς, γαλλ. lourd, grave, pesant, αγγλ. heavy]
-γράφημα β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.
-γράφηση {-γράφησης (λόγ.) -γραφήσεως | -γραφήσεις, -γραφήσεων}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών με αναφορά στη γραφή, τη σχεδίαση, την απεικόνιση ή την καταγραφή: αγιο~/δακτυλο~/ηχο~/κινηματο~/(απο)κρυπτο~/λημματο~/μηχανο~/οπισθο~/πλαστο~/πολυ~/στενο~/συνταγο~/φωνο~/φωτο~/χαρτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ακτινο~/ραδιο~/σπινθηρο~. Πβ. -γραφία.|| Καταλογο~/κτηματο~/πολιτο~.
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.
επισκιάζω [ἐπισκιάζω] ε-πι-σκι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {επισκία-σε (λόγ.) επεσκία-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, επισκιάζ-οντας} 1. (μτφ.) παρουσιάζομαι ως σημαντικότερος και αποσπώ την προσοχή από τους υπόλοιπους: Τα ελαττώματά του ~ουν τις καλές όψεις του χαρακτήρα του. Τα εφέ της ταινίας ~σαν την υπόθεσή της. Θέματα που ~σαν την επικαιρότητα. Οι διαφωνίες δεν είναι ικανές να ~σουν το κλίμα σύμπνοιας. Ο αγώνας/η νίκη ~στηκε από τα έκτροπα. 2. (σπάν.) ρίχνω τη σκιά μου σε κάτι καλύπτοντάς το: Η Σελήνη ~σε τον Ήλιο. [< πβ. αρχ. ἐπισκιάζω ‘κάνω σκιά, συσκοτίζω’, αγγλ. overshadow]
ηλιοπροστασία [ἡλιοπροστασία] η-λι-ο-προ-στα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. προστασία από τον ήλιο και ειδικότ. από την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία: ~ κτιρίων. Εξωτερικά μέσα ~ας (π.χ. κουρτίνες, περσίδες, ρολά). Τέντες και συστήματα ~ας.|| ~ δέρματος. ~ και πρόληψη μελανώματος. 2. (συνεκδ.) κάλυμμα του παρμπρίζ και των τζαμιών του αυτοκινήτου, που λειτουργεί ως σκίαστρο, εμποδίζοντας την ανάπτυξη υψηλών θερμοκρασιών στο εσωτερικό του.
ίσκιος [ἴσκιος] ί-σκιος ουσ. (αρσ.) 1. σκιά ενός σώματος και συνεκδ. μορφή που είναι απροσδιόριστη λόγω σκοταδιού: Ένας πλάτανος ρίχνει τον ~ιο του στην πλατεία του χωριού. Ο ~ του φάνηκε στον τοίχο.|| Είδα έναν ~ιο πίσω από τη μάντρα. 2. (συνεκδ.) μέρος που δεν φωτίζεται και είναι σκιερό: δροσερός/παχύς ~. Κάτω από τον ~ιο του δέντρου/της ομπρέλας. Ψάχνω να βρω λίγο ~ιο να ξαποστάσω. 3. ΛΑΟΓΡ. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: οι ~ιοι της νύχτας. Μιλάει με τους ~ιους. Πβ. πνεύμα. Βλ. αερικό, ξωτικό. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου (μτφ.-προφ.): τον ακολουθώ διαρκώς και παντού. Πβ. δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου., φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του (μτφ.-προφ.): είναι υπερβολικά φοβιτσιάρης. [< γαλλ. avoir peur de son ombre] [< μεσν. ίσκιος]
-ίτικος, η, ο επίθημα επιθέτων που δηλώνει 1. προέλευση: αιγαιοπελαγ~ (βλ. -ίτης1)/κυκλαδ~/πολ~/σκοπελ~. 2. ιδιότητα: εφταμην~. Βλ. -ικος.
καραγκιόζης κα-ρα-γκιό-ζης ουσ. (αρσ.) {καραγκιόζ-ηδες} 1. (κ. με. κεφαλ. το αρχικό Κ) πρωταγωνιστής του λαϊκού θεάτρου σκιών, φτωχός, ξυπόλυτος, φαλακρός, με μεγάλη καμπούρα και μύτη, με το δεξί χέρι μακρύτερο από το αριστερό και κύρια χαρακτηριστικά την εξυπνάδα, την κουτοπονηριά και την τεμπελιά· συνεκδ. θέατρο σκιών: (ως τίτλος παράστασης) "Ο ~ μάγειρας". || Φιγούρες ~η. 2. (μειωτ., για άνδρα) γελοίος, φαιδρός: Είναι μεγάλος ~!|| (υβριστ.) Άντε ρε ~η! Πβ. νούμερο, τζουτζές, φασουλής. ● Υποκ.: καραγκιοζάκι (το): στη σημ. 2· (σπανιότ.) φιγούρα συνήθ. πρόχειρα σχεδιασμένη. ● ΦΡ.: (ο) γάμος του καραγκιόζη (προφ.): κωμική, τραγελαφική κατάσταση: Οι εκλογές θυμίζουν (τον) ~ο ~., παράγκα/καλύβα του καραγκιόζη (προφ.): για κατασκευή ετοιμόρροπη, παλιά, σε άθλια κατάσταση: Αυτό δεν είναι σπίτι, είναι η ~ ~! Πβ. ερείπιο., στον γάμο του καραγκιόζη (προφ.): χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή τελείως εκτός στόχου: Έριξε ~ ~ (: με το όπλο). Πβ. βαράτε βιολιτζήδες., κάνει τον γελωτοποιό/τον καραγκιόζη/τον κλόουν/τον παλιάτσο βλ. κλόουν [< τουρκ. karagöz ‘μαυρομάτης’]
κιόσκι κιό-σκι ουσ. (ουδ.): στεγασμένη κατασκευή σε υπαίθριο χώρο, που χρησιμεύει ως σημείο ανάπαυσης, πληροφόρησης ή εξυπηρέτησης του κοινού: μεταλλικό/ξύλινο/τουριστικό ~. Προεκλογικά ~ια. Το ~ του πάρκου/της πλατείας (βλ. καλαμωτή, οικίσκος, σκιάδα). ~ πώλησης (εφημερίδων). Πβ. περίπτερο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό/διαδραστικό/ψηφιακό κιόσκι: ΠΛΗΡΟΦ. οθόνη αφής τοποθετημένη σε δημόσιο χώρο, για την παροχή πληροφοριών ή γενικότ. την εξυπηρέτηση των πολιτών: ~ά ~ια ενημέρωσης των καταναλωτών. [< αγγλ. electronic kiosk] [< μεσν. κιόσκι(ον) < τουρκ. köşk, πβ. γαλλ. kiosque]
κραγιόν κρα-γιόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. καλλυντικό, κυρ. σε μορφή στικ ή υγρή σε σωληνάριο με πινέλο, για το βάψιμο των χειλιών· συνεκδ. σημάδι, λεκές από το προϊόν αυτό: έντονο/ενυδατικό/κόκκινο/λαμπερό/ματ/ροζ ~. Μολύβι-~. Βάζω/φοράω ~. Βγάζω/διορθώνω το ~. Περίγραμμα που σταθεροποιεί το ~. Πβ. κοκκινάδι, λιπ γκλος. Βλ. ρουζ, σκιά.|| Ίχνη από ~ στο ποτήρι. 2. κραγιόνι: ~ για ζωγραφική σε ύφασμα. ● Υποκ.: κραγιονάκι (το) [< γαλλ. crayon]
-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.
-μαχώ & -μαχάω: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μάχομαι με συγκεκριμένο μέσο ή τρόπο ή εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξιφο~/πυγ~.|| (κατ' επέκτ.) Λογο~.|| Μονο~/συμ~/φυγο~.|| (μτφ.) Σκια~. 2. (μτφ.) προσπαθώ πολύ, παλεύω: αγκο~/ψυχο~.
όνος [ὄνος] ό-νος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): γάιδαρος. Βλ. ημίονος. ● ΦΡ.: περί όνου σκιάς (μτφ.): για θέμα ανάξιο λόγου, για ασήμαντα πράγματα, για το τίποτα: ~ ~ αντιπαράθεση/διαμάχη. Δεν θεωρώ ότι όλα αυτά γίνονται ~ ~. [< αρχ. ὄνος]
ορτανσία [ὀρτανσία] ορ-ταν-σί-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. θαμνώδες, φυλλοβόλο πολυετές φυτό (επιστ. ονομασ. Hydrangea macrophylla) με καρδιόσχημα οδοντωτά φύλλα και σφαιρικές ταξιανθίες το οποίο καλλιεργείται ως καλλωπιστικό: κόκκινη/λευκή/μοβ/μπλε/ροζ ~. [< γαλλ. hortensia, 1796, γαλλ. ανθρ. Hortense Lepaute]
στέγαστρο στέ-γα-στρο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): είδος στέγης που σκεπάζει υπαίθριο χώρο και συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: κινητό/μεταλλικό/σταθερό ~. ~ αρχαιολογικού χώρου/αυτοκινήτου/εξωτερικής πόρτας/κερκίδων/κολυμβητηρίου/σταδίου. ~α προστασίας/σκίασης. Πβ. σκέπαστρο.|| Περίμενε στο ~ της στάσης του λεωφορείου. Πβ. υπόστεγο. Βλ. -τρο. [< αρχ. στέγαστρον]
τέντα τέ-ντα ουσ. (θηλ.) 1. σκληρό ή πλαστικοποιημένο ύφασμα που τυλίγεται σε οριζόντια μεταλλική δοκό, η οποία στερεώνεται στην οροφή και συνήθ. την κουπαστή μπαλκονιού και ξεδιπλώνεται, προστατεύοντας κυρ. από τον ήλιο· συνεκδ. τεντόπανο· γενικότ. κάθε κατασκευή με ύφασμα ή πλαστικό για σκίαση ή προστασία από τη βροχή: ~ με πλευρικούς οδηγούς/με σπαστούς βραχίονες. Τοποθέτηση ~ας. Ανεβάζω/ανοίγω/σηκώνω την ~.|| Σκίστηκε η ~ από τον αέρα.|| ~-πέργκολα για κάλυψη αιθρίου. ~ περιπτέρου. Οι ~ες των παραλιακών εστιατορίων. Βλ. σκίαστρο. 2. αντίσκηνο: Λύνω/στήνω την ~. Πβ. σκηνή. 3. (ως επίρρ., προφ.-εμφατ.) διάπλατα, ορθάνοιχτα: Άφησες ~ την μπαλκονόπορτα και μπήκαν κουνούπια. ● Υποκ.: τεντούλα (η): στις σημ. 1,2. [< μεσν. τέντα, ιταλ. tenda]
-τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~. 2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~. 3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~. 4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.
φωτοσκιάζω φω-το-σκι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ.} (σπάν.): δημιουργώ φωτοσκιάσεις: Ο ζωγράφος ~ει το περίγραμμα των αντικειμένων με μολύβι.
φωτοσκίαση φω-το-σκί-α-ση ουσ. (θηλ.): δημιουργία διαφορετικών τόνων σκιάς και φωτός σε θέμα ζωγραφικού, σχεδιαστικού ή φωτογραφικού έργου, σε τρισδιάστατη αναπαράσταση ή φυσικό χώρο: (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ρεαλιστικές ~άσεις. Παιχνίδι ~άσεων. Πβ. κιαροσκούρο. Βλ. σφουμάτο. ΣΥΝ. σκιοφωτισμός [< γαλλ. clair-obscur]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ