σκλήρυνσησκλή-ρυν-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αλλαγή της στάσης, της συμπεριφοράς κάποιου ή μιας κατάστασης προς την ακαμψία, την αδιαλλαξία, την αυστηρότητα ή τη σκληρότητα: ιδεολογική ~. ~ των θέσεων/της πολιτικής (κάποιου).|| ~ της αστυνόμευσης/του καθεστώτος/των κανονισμών/των κυρώσεων/των μέτρων/της νομοθεσίας/των συνθηκών (εργασίας). ~ των όρων/προϋποθέσεων εισαγωγής εταιρειών στο χρηματιστήριο. Πβ. αυστηροποίηση.2. ΙΑΤΡ. & σκλήρωση: παθολογική μεταβολή ιστού ή οργάνου του σώματος προς το σκληρότερο, η οποία οφείλεται σε αύξηση του συνδετικού ιστού λόγω υπερβολικής παραγωγής κολλαγόνου: αρτηριακή (= αρτηριοσκλήρωση)/δερματική ~. ~ των αγγείων/μυών. Συστηματική ~ (= σκληρόδερμα).|| (συνεκδ., τα σημεία του δέρματος που παρουσιάζουν τέτοιες μεταβολές:) ~ύνσεις αγκώνων. Θεραπεία των ~ύνσεων. Βλ. κάλος, νεφρο~, οστεο~, ωτο~.3. προοδευτική αύξηση της στερεότητας και της αντοχής υλικού, κυρ. μετά από ειδική επεξεργασία: ~ του σκυροδέματος/τσιμέντου. ~ μετάλλων/χάλυβα. Πβ. βαφή. ΑΝΤ. μαλάκωμα ● ΣΥΜΠΛ.: πλαγία μυατροφική σκλήρυνση: ΙΑΤΡ. εκφυλιστική νόσος του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από αλλοιώσεις των κινητικών νευρώνων και επιφέρει μυϊκή αδυναμία, αναπηρία και τελικά τον θάνατο. [< γαλλ. sclérose latérale amyotrophique] , σκλήρυνση κατά πλάκας & (σπάν.) πολλαπλή σκλήρυνση: ΙΑΤΡ. χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος που προκαλεί απομυελίνωση των νεύρων και οδηγεί σε σταδιακή παράλυση. [< γαλλ. sclérose en plaques, αγγλ. multiple sclerosis, 1885] [< μτγν. σκλήρυνσις, γαλλ. durcissement, induration, sclérose]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.