Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκληρότητα σκλη-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον σκληρό: η ~ του διαμαντιού/του εδάφους/μιας επιφάνειας/του μετάλλου. ~ νερού (: περιεκτικότητα σε άλατα). (ΧΗΜ.) Κλίμακα ~ας. Οδοντόβουρτσα με τρίχες μεσαίας ~ας. Ατσάλι/ορυκτό μεγάλης ~ας.|| (μτφ.) Αποτρόπαιη ~. Η ~ της καρδιάς/του χαρακτήρα του (ΑΝΤ. τρυφερότητα). Η αναλγησία και η ~ των ισχυρών (ΑΝΤ. ανθρωπιά, ευαισθησία). Συμπεριφέρθηκαν με ιδιαίτερη ~ (= σκληρά). Η ~ της ζωής/του πολέμου. Πβ. απανθρωπιά.|| (μτφ.) Λεκτική/φραστική ~. Η ~ των δηλώσεών/της κριτικής τους. Πβ. δριμ-, οξ-ύτητα, σφοδρότητα.|| (μτφ.) ~ του ήχου/κλίματος/φωτισμού. Πβ. σκληράδα, τραχύτητα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. απαλότητα, μαλακότητα [< αρχ. σκληρότης, σκληρότητα, 17ος αι., γαλλ. dureté]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.