σκληρότητα σκλη-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον σκληρό: η ~ του διαμαντιού/του εδάφους/μιας επιφάνειας/του μετάλλου. ~ νερού (: περιεκτικότητα σε άλατα). (ΧΗΜ.) Κλίμακα ~ας. Οδοντόβουρτσα με τρίχες μεσαίας ~ας. Ατσάλι/ορυκτό μεγάλης ~ας.|| (μτφ.) Αποτρόπαιη ~. Η ~ της καρδιάς/του χαρακτήρα του (ΑΝΤ. τρυφερότητα). Η αναλγησία και η ~ των ισχυρών (ΑΝΤ. ανθρωπιά, ευαισθησία). Συμπεριφέρθηκαν με ιδιαίτερη ~ (= σκληρά). Η ~ της ζωής/του πολέμου. Πβ. απανθρωπιά.|| (μτφ.) Λεκτική/φραστική ~. Η ~ των δηλώσεών/της κριτικής τους. Πβ. δριμ-, οξ-ύτητα, σφοδρότητα.|| (μτφ.) ~ του ήχου/κλίματος/φωτισμού. Πβ. σκληράδα, τραχύτητα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. απαλότητα, μαλακότητα [< αρχ. σκληρότης, σκληρότητα, 17ος αι., γαλλ. dureté]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.