Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκοπευτής σκο-πευ-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. σκοπεύτρια}: αυτός που σημαδεύει με όπλο· ειδικότ. αθλητής της σκοποβολής: άριστος/επαγγελματίας/επίλεκτος ~. Ικανός ~ και πολεμιστής.|| Οι ~ές του ομίλου. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερος σκοπευτής: αυτός που πυροβολεί από αθέατο μέρος, συνήθ. χωρίς να είναι ενταγμένος σε τακτική μονάδα μάχης· κατ' επέκτ. κάθε πρόσωπο που δρα ανεξάρτητα: ~ ~ ειδικών αποστολών.|| Σε ρόλο ~ου ~ή. [< γαλλ. franc-tireur] [< μτγν. σκοπευτής 'παρατηρητής, κατάσκοπος', γαλλ. tireur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.