σκοποβολή σκο-πο-βο-λή ουσ. (θηλ.): σκόπευση και βολή προς συγκεκριμένο στόχο με πυροβόλο ή αεροβόλο όπλο· κυρ. το αντίστοιχο άθλημα: ~ με καραμπίνα/πιστόλι.|| (ΑΘΛ.) Αγωνιστική/ολυμπιακή/πρακτική ~. ~ ανδρών/γυναικών. Τα αγωνίσματα της ~ής (βλ. σκιτ, τραπ). Βλ. τοξοβολία. [< γαλλ. tir]
σκιτ
σκιτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & σκητ: ΑΘΛ. σκοπευτικό αγώνισμα με τουφέκι, στο οποίο πήλινοι στόχοι (δίσκοι) εκτοξεύονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η τροχιά τους να μοιάζει με το πέταγμα των πουλιών: ολυμπιακό ~. ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. τραπ. [< αγγλ. skeet, 1926]
τοξοβολία
τοξοβολία το-ξο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. ολυμπιακό άθλημα στο οποίο γίνεται ρίψη βέλους με τόξο σε καθορισμένους στόχους: σκοπευτική ~. ~ ανδρών/γυναικών. ~ πεδίου. Βλ. -βολία. [< μτγν. τοξοβολία, γαλλ. tir à l'arc]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.