Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκοποβολή σκο-πο-βο-λή ουσ. (θηλ.): σκόπευση και βολή προς συγκεκριμένο στόχο με πυροβόλο ή αεροβόλο όπλο· κυρ. το αντίστοιχο άθλημα: ~ με καραμπίνα/πιστόλι.|| (ΑΘΛ.) Αγωνιστική/ολυμπιακή/πρακτική ~. ~ ανδρών/γυναικών. Τα αγωνίσματα της ~ής (βλ. σκιτ, τραπ). Βλ. τοξοβολία. [< γαλλ. tir]

σκιτ

σκιτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & σκητ: ΑΘΛ. σκοπευτικό αγώνισμα με τουφέκι, στο οποίο πήλινοι στόχοι (δίσκοι) εκτοξεύονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η τροχιά τους να μοιάζει με το πέταγμα των πουλιών: ολυμπιακό ~. ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. τραπ. [< αγγλ. skeet, 1926]

τοξοβολία

τοξοβολία το-ξο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. ολυμπιακό άθλημα στο οποίο γίνεται ρίψη βέλους με τόξο σε καθορισμένους στόχους: σκοπευτική ~. ~ ανδρών/γυναικών. ~ πεδίου. Βλ. -βολία. [< μτγν. τοξοβολία, γαλλ. tir à l'arc]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.