Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκοπός σκο-πός ουσ. (αρσ.) 1. ό,τι επιχειρεί να πετύχει κάποιος· ο λόγος για τον οποίον υπάρχει ή γίνεται κάτι: αναπτυξιακός/ανθρωπιστικός/αντικειμενικός/βασικός/διαφημιστικός/διδακτικός/εθνικός/ειδικός/ειρηνικός/ερευνητικός/ευγενής/θεραπευτικός/θετικός/ιδρυτικός/ιερός/καταστατικός/κοινωνικός/κοινωφελής/παιδαγωγικός/πρακτικός/σταθερός/στρατηγικός/υπέρτατος/ψυχαγωγικός ~. ~ της λειτουργίας (ενός γραφείου)/του συνεδρίου/της υπηρεσίας. Επιδίωξη/επίτευξη/ευόδωση/πραγματοποίηση του ~ού. Για/προς αυτό(ν) το(ν) ~ό. Αγωνίζονται για έναν κοινό ~ό. Μέτρα με ~ό να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Με συγκεκριμένο ~ό. Περιπλανιέται χωρίς ~ό. Δεν έχω ~ό να προσβάλω κανέναν. ~ είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια (πβ. ζητούμενο, θέμα). Θυσιάζομαι/παλεύω για έναν ~ό. Κάνω κάτι για/με καλό ~ό. Λεπτομέρεια που εξυπηρετεί έναν ~ό. ~οί και κίνητρα/προθέσεις. Γενικοί ~οί και ειδικοί στόχοι του μαθήματος. Μπορεί να εκπληρώσει/πετύχει τους ~ούς της. Έχει ιδιοτελείς ~ούς. Πβ. επιδίωξη, πρόθεση, στόχος.|| O ~ του κόσμου. Προσπαθεί να βρει έναν ~ό στη ζωή του. Δεν έχει ~ό ύπαρξης. Πβ. νόημα, προορισμός.|| Ο ~ της εκπαίδευσης/της τέχνης. Πβ. λειτουργία. 2. ΜΟΥΣ. μελωδία: ανατολίτικος/αργός/ζωηρός/λαϊκός/οργανικός/παραδοσιακός/πένθιμος/χαρούμενος ~. Παίζει/σφυρίζει/τραγουδά έναν παλιό ~ό. Πβ. ρυθμός. 3. ΣΤΡΑΤ. οπλίτης που φρουρεί ορισμένο χώρο: ~ στην κεντρική πύλη στρατοπέδου/στον όρχο. Φυλάει ~ στο πεδίο βολής. Πβ. φρουρός. Βλ. θαλαμοφύλακας. ● ΦΡ.: από σκοπού (λόγ.): επίτηδες, σκόπιμα, με πρόθεση: ανακρίβειες είτε εκ παραδρομής είτε και ~ ~. Ζητώ συγγνώμη, δεν ήταν ~ ~., επί σκοπόν: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για σκόπευση: "~ ~, πυρ". Mε τα όπλα ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Είναι ~ ~ (: σε εγρήγορση)., με σοβαρό σκοπό: με στόχο τον γάμο: γνωριμία/σχέση ~ ~., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου δικαιολογούνται τα δόλια, ανήθικα ή γενικώς κατακριτέα μέσα., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά βλ. αλλάζω, βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... βλ. βάζω, με απώτερο σκοπό/στόχο βλ. απώτερος [< αρχ. σκοπός, γαλλ. but 2: ιταλ. motivo]

αλλάζω

αλλάζω [ἀλλάζω] αλ-λά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άλλα-ζε, άλλα-ξε, αλλά-χτηκε κ. -χθηκε, -γμένος, αλλάζ-οντας} 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση, μεταβάλλομαι: ~ άποψη/γνώμη/ιδέα/τους όρους της διαθήκης/το περιεχόμενο (ΣΥΝ. τροποποιώ, πβ. παρ~)/ρυθμούς/συμπεριφορά/το σύστημα/τις τιμές/τρόπο ζωής/χρώμα μαλλιών. Αυτό το κούρεμα σε ~ει (: σε κάνει άλλον άνθρωπο). Μην ~ξεις τίποτα! Η εμπειρία αυτή/ο χρόνος με ~ξε. Η μπάλα/το πλοίο ~ξε πορεία. Το αρχικό κείμενο ~χτηκε (= αλλοιώθηκε, μεταβλήθηκε).|| ~ει η διαδικασία/η διάθεση/ο κανονισμός/το κλίμα/η νοοτροπία. Ο κόσμος δεν ~ει από τη μια στιγμή στην άλλη. ~ουν τα δεδομένα/οι προτιμήσεις/τα σχέδια. ~ αισθητά/απότομα/αυτόματα/γρήγορα/δραματικά/δραστικά/ριζικά. Ο καιρός από αύριο θα ~ξει. Η διατροφή μας/η ζωή σήμερα έχει ~ξει. Δεν έχεις ~ξει καθόλου (ως φιλοφρόνηση σε γνωστά πρόσωπα που συναντά κανείς ύστερα από πολλά χρόνια)! Τι θα ~ζε αν ... Δεν έχει ~ξει τίποτα. Πολλά έχουν ~ξει από τότε. Και τι θα ~ξει; Πβ. διαφοροποιώ, μετα-μορφώνω, -σχηματίζω, -τρέπω, τροποποιώ. 2. αντικαθιστώ, αντικαθίσταμαι από κάτι άλλο: ~ αριθμό (τηλεφώνου)/αυτοκίνητο (: αγοράζω άλλο)/γραμματοσειρά/(για φίδι ή έντομο) δέρμα/διαβατήριο/διεύθυνση (= μετακομίζω)/δρομολόγιο/τους επιδέσμους (σε πληγή)/έπιπλα/θέση/κανάλι (πβ. ζάπινγκ)/λάδια (σε αυτοκίνητο)/λάμπα (: την καμένη με καινούργια)/λάστιχα/όνομα/πίστη (= θρησκεία, πβ. αλλαξοπιστώ)/σεντόνια/σταθμό (συνήθ. στο ραδιόφωνο)/σχολείο/το τραπεζομάντιλο (= βάζω καθαρό)/τρένο (= επιβιβάζομαι σε άλλο)/υπηκοότητα. ~ξε ταχύτητα. Έχει ~ξει τρία σπίτια και δύο δουλειές. Η εταιρεία ~ξε ιδιοκτήτες.|| Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να το ~ξεις (: να επιστρέψεις το προϊόν στο κατάστημα και να πάρεις κάτι άλλο στην ίδια τουλάχιστον τιμή).|| ~ξε η ώρα/ο υπουργός/το ωράριο από θερινό σε χειμερινό/ο χρόνος. Τα σχολικά βιβλία θα ~ξουν. 3. ανταλλάσσω: Θες ν’ ~ξουμε θέσεις/τηλέφωνα;|| (προφ.) Μπορείτε να μου ~ξετε ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ (: να μου κάνετε ψιλά, να μου το χαλάσετε); Θα ~ξω χρήματα στην τράπεζα (: για συνάλλαγμα). ~ξαν πλαστά δολάρια σε/με ευρώ. 4. βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα ή βοηθώ κάποιον να το κάνει: Περίμενε ν’ ~ξω (φόρεμα) και φύγαμε!|| Ο μπαμπάς ~ει το μωρό (: τις λερωμένες πάνες). Ο ασθενής πρέπει να ~χτεί. ● ΦΡ.: αλλάζει πρόσωπο: μεταβάλλεται η δομή, η μορφή του: Η πόλη ~ ~ και εκσυγχρονίζεται. Η ιστοσελίδα ~ξε ~ μετά τον ανασχεδιασμό της., αλλάζει τα λόγια του (αρνητ. συνυποδ.): τροποποιεί, αναιρεί τα όσα είπε, λέει άλλα: Γιατί, άραγε, τώρα ~ ~; Υπόσχεται πράγματα και μετά τα αλλάζει (: δηλώνει το ακριβώς αντίθετο)., αλλάζει τους άντρες/τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: συνάπτει πολύ συχνά εφήμερες ερωτικές σχέσεις., αλλάζει χέρια: περνά σε άλλον ιδιοκτήτη, αποκτά νέο: Η εταιρεία ~ ~. [< αγγλ. change hands] , αλλάζουν οι καιροί: οι καταστάσεις μεταβάλλονται (συχνά προς το αντίθετο): Βρε πώς ~ ~! Εσύ δεν την ήθελες και τώρα τρέχεις από πίσω της;, αλλάζω δρόμο {συνήθ. στον αόρ.} 1. & αλλάζω πεζοδρόμιο: τροποποιώ την πορεία μου, για να αποφύγω κάποιον: Μόλις με είδε, ~ξε ~. 2. (μτφ.) ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση: Όταν είδαν τα σκούρα, ~ξαν ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα (μτφ.): αλλάζω τρόπο σκέψης ή συμπεριφορά, κάνω στροφή στη ζωή μου: Από τη στιγμή που έπιασα δουλειά, η ζωή μου ~ξε πορεία/ρότα. Πρέπει να ~ξεις σελίδα/ζωή και να τον ξεχάσεις., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου): ξεφεύγω από τη ρουτίνα: Πρέπει να φύγω από εδώ, ν' ~ξω ~. Πήγαινε μια βόλτα να ξεσκάσεις και ν' ~ξεις ~., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά (λαϊκό): αλλάζω στάση, συμπεριφορά: Δεν ~ει τροπάρι. Για ~ξε ~, φτάνει πια αυτή η γκρίνια!, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση: αλλάζω θέμα από αμηχανία, για να βγω από τη δύσκολη θέση: ~σε ~ έξυπνα/τεχνηέντως και δεν απάντησε σ' αυτό που τον ρώτησα., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες: μεταβάλλω τη γνώμη, τη νοοτροπία ή την ιδεολογία κάποιου, τον μεταπείθω: Πήρε την απόφασή του· ό,τι και να κάνεις, δεν του ~εις μυαλά. Αγύριστο κεφάλι, δύσκολα του ~εις ιδέες., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς (παροιμ.): για επιφανειακή και όχι ουσιαστική μεταβολή. Πβ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα (μτφ.): αισθάνθηκε έντονη αμηχανία, θυμό, ζήλια (άσπρισε, κοκκίνισε, κιτρίνισε, πρασίνισε, χλόμιασε): Μόλις του ζήτησα να βγούμε, ~ξε ~., δεν τον/την/το αλλάζω με τίποτα: για κάποιον ή κάτι αναντικατάστατο, πολύτιμο, πολύ χρήσιμο: Την αγάπη του κόσμου δεν την ~ ~., το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα: για επανατοποθέτηση σε ένα θέμα: Θέλεις κι εσύ μερίδιο; Ε, τότε ~ ~. Αν το φτιάξεις μόνος σου, ~ ~., αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) βλ. βέρα, δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία βλ. γιώτα, μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα [< μεσν. αλλάζω, αγγλ. change, γαλλ. changer, γερμ. ändern]

απώτερος

απώτερος, η, ο [ἀπώτερος] α-πώ-τε-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που απέχει αρκετά χρονικά ή τοπικά: ~η: ημερομηνία/ιστορία. ~ες: επιπλοκές/επιπτώσεις. Στα ~α σχέδιά μου είναι να ... (: σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον). Αναδρομή στο πρόσφατο και ~ο παρελθόν. Βραχύχρονες και ~ες παρενέργειες φαρμάκου. Οι ~οι πρόγονοι/συγγενείς. ΑΝΤ. άμεσος, κοντινός.|| Φωτογραφίες από το ~ο Διάστημα. Πβ. μακρινός. ΑΝΤ. εγγύτερος 2. (μτφ.) βαθύτερος, ουσιαστικός: Περιβαλλοντικά προγράμματα με ~η επιδίωξη/πρόθεση την ευαισθητοποίηση των πολιτών.|| (συχνά με αρνητ. συνυποδ.) Οι ~ες (: ανομολόγητες) βλέψεις/φιλοδοξίες κάποιου. Τα ~α αίτια/κίνητρα (ενός πολέμου, ΑΝΤ. φαινομενικά). ● ΦΡ.: με απώτερο σκοπό/στόχο: που δεν δηλώνεται άμεσα ή με ειλικρίνεια: Σύναψη συνθήκης ~ ~ την ειρήνη μεταξύ των λαών.|| (αρνητ. συνυποδ.) Ύπουλες ενέργειες ~ ~ την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων., στο απώτερο μέλλον: στο πολύ μακρινό μέλλον: Θα συνεργαστούν ~ ~. Έργο που μετατίθεται ~ ~. ΑΝΤ. στο άμεσο μέλλον, στο εγγύς μέλλον [< μεσν. απώτερος]

βάζω

βάζω βά-ζω ρ. (μτβ.) {έβαλα, βάλει, βάλ-θηκα (συνήθ. στο γ' πρόσ.), βαλ-θεί, -μένος, βάζ-οντας} & (λαϊκό) βάνω 1. μετακινώ κάτι σε συγκεκριμένη θέση και το αφήνω εκεί: ~ το βιβλίο στην τσάντα. ~ το μαχαίρι δίπλα στο πιρούνι. Έβαλε το αυτοκίνητο στο γκαράζ (= πάρκαρε)/την κατσαρόλα στο μάτι (της κουζίνας)/τα χέρια στις τσέπες. Βάλ' το εκεί/όρθιο/ν’ ακουμπάει στον τοίχο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού έχω βάλει τα κλειδιά μου. Χαρτιά ~μένα το ένα πάνω στο άλλο. ΣΥΝ. (εναπο)θέτω, τοποθετώ. ΑΝΤ. βγάζω. Βλ. ξανα~. 2. προσθέτω κάτι κάπου ή το μετακινώ σε ορισμένη θέση, προκειμένου να το αξιοποιήσω: ~ βενζίνη στο αυτοκίνητο (: για να κινείται)/κόλλα στο σπασμένα κομμάτια (: για να κολλήσουν)/ετικέτες στα τετράδια/κουρτίνες στα παράθυρα (πβ. κρεμώ)/σιδεράκια στα δόντια (: για να ισιώσουν). Ξέχασε να βάλει ζάχαρη στον καφέ/λάδι στη σαλάτα (= να ρίξει).|| ~ διαλυτικά/τόνο σε μια λέξη (= σημειώνω). Βάλε τον κωδικό (= γράψε, πληκτρολόγησε)/μια εικόνα στο κείμενο (πβ. ενσωματώνω).|| (μτφ.) Βάλτε αγάπη/γέλιο/χρώμα στη ζωή σας. Πβ. συμπεριλαμβάνω. 3. συντελώ ώστε κάποιος να πάει, με εντολή ή πρωτοβουλία δική μου ή άλλου, σε ορισμένη θέση και να μείνει εκεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: Τον έβαλαν στο νοσοκομείο (= εισήχθη, νοσηλεύτηκε)/(στη) φυλακή (= τον έκλεισαν)/στο ψυχιατρείο (πβ. εγκλείω). ΣΥΝ. μπήκε.|| Τον έβαλε κρυφά στο σπίτι (πβ. μπάζω).|| Δεν τον ~ουν στην παρέα τους (= δεν τον εντάσσουν).|| Η δασκάλα τον έβαλε στο πρώτο θρανίο.|| (για παίκτη) Τον έβαλε βασικό/μέσα στο β' ημίχρονο (ενν. ο προπονητής). 4. οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Με ~εις (= φέρνεις) σε δύσκολη θέση. Τον έχουν βάλει σε καραντίνα (= τον έχουν θέσει, έχει μπει). Συγγνώμη αν σας έβαλα σε κόπο.|| ~ει τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο (= θέτει).|| (μτφ.) Εικόνες που σε ~ουν σε έναν κόσμο μαγικό (= σε μεταφέρουν). 5. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι: Τους ~ουν να δουλεύουν μέρα-νύχτα. Τον έβαλαν (με το ζόρι) να καθαρίσει/να φυλάει τσίλιες. (προφ.) Λέγε! Ποιος σε έβαλε να το κάνεις; 6. επιβάλλω ή αναθέτω κάτι σε κάποιον, ορίζω: Έχουν βάλει εισιτήριο/κανόνες/όρους. Του έβαλαν πρόστιμο.|| Πρέπει να βάλουμε προτεραιότητες/στόχους (: να θέσουμε).|| (σε εξετάσεις:) Τι ασκήσεις/ερωτήσεις σας έβαλαν; Τους έβαλαν εύκολα/δύσκολα (ενν. θέματα, πβ. έπεσαν, μπήκαν).|| Μας έβαλε (= γράψαμε) διαγώνισμα (ενν. ο καθηγητής).|| (σε νοσοκομειακό γιατρό) Πότε σε έχουν βάλει εφημερία;|| Έβαλε και έβαψαν το σπίτι (: κάλεσε ελαιοχρωματιστή).|| Τον έβαλαν επικεφαλής/υπεύθυνο.|| Ποιον δικηγόρο έχεις βάλει (: σε ποιον έχεις αναθέσει την υπόθεση); 7. φορώ: ~ τα γάντια/τα γυαλιά/τη ζώνη/τις κάλτσες/τα παπούτσια/τα ρούχα μου (ΑΝΤ. βγάζω). Έβαλε κάτι πρόχειρο/τα καλά του και βγήκε έξω. Τι λες να βάλω; Στραβά ~μένο καπέλο. Πβ. ντύνομαι.|| (για καλλυντικά:) ~ άρωμα/κραγιόν/κρέμα/μάσκαρα/μέικ απ/σκιές.|| Του έβαλαν χειροπέδες (= τον συνέλαβαν).|| ~ θερμόμετρο. 8. θέτω σε λειτουργία (συσκευή): Βάλε (= άναψε/άνοιξε) το αιρκοντίσιον/την τηλεόραση. ΑΝΤ. κλείνω.|| Έβαλε τη μουσική δυνατά/στη διαπασών/στο τέρμα. Βάλε λίγο φωνή (= δυνάμωσε την ένταση)!|| Βάλε το ρολόι μια ώρα μπροστά/να χτυπήσει στις ... (= ρύθμισέ το).|| (αποκτώ σύνδεση) Έβαλε ίντερνετ. Δεν έχουν βάλει ακόμα νερό/ρεύμα/τηλέφωνο. 9. συνεισφέρω συνήθ. συγκεκριμένο χρηματικό ποσό: Έβαλαν από κοινού για να του πάρουν δώρο (ενν. λεφτά). ~ τα φαγητά, ~εις τα ποτά;|| Έβαλε από την τσέπη του (= πλήρωσε με δικά του χρήματα).|| Βάλτε τώρα που γυρίζει (= ποντάρετε)!|| Έβαλε χρήματα στην επιχείρηση (= έριξε, επένδυσε)/λεφτά στην τράπεζα (= κατέθεσε). Τα ~ει σε ομόλογα/στο Χρηματιστήριο (ενν. τα κεφάλαιά του). 10. ξεκινώ να κάνω κάτι, ενεργοποιώ συγκεκριμένη λειτουργία, αρχίζει να γίνεται κάτι: ~ μπουγάδα/πλυντήριο (= πλένω). ~ να μαγειρέψω/το φαγητό. Βάλε το νερό να βράσει.|| (για τηλέφωνο:) ~ απόκρυψη/την κλήση σε αναμονή. Έβαλε το σιντί να παίζει.|| (στο αυτοκίνητο:) ~ την πρώτη (ενν. ταχύτητα)/χειρόφρενο (= το σηκώνω). Το έβαλε στο νεκρό.|| (στο γ' εν., απρόσ.) Έβαλε ήλιο (ενν. ο καιρός· ΣΥΝ. έβγαλε)/διαφημίσεις (ενν. ο τηλεοπτικός σταθμός· ΣΥΝ. έπαιξε). 11. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ τα γέλια (= γελώ)/τα κλάματα (= κλαίω)/την υπογραφή μου (= υπογράφω). Έβαλε μια φωνή (= φώναξε)/τις φωνές (= άρχισε να φωνάζει).|| Έβαλε στεφάνι (= στεφανώθηκε).|| Του ~ουν εμπόδια (= τον εμποδίζουν). Τον έβαλαν τιμωρία (= τον τιμώρησαν).|| ~ κάτι στο πρόγραμμα (= προγραμματίζω). Έβαλαν το σπίτι υποθήκη (= το υποθήκευσαν).|| Μου έβαλε (= με βαθμολόγησε με) άριστα/δέκα (ενν. βαθμό). 12. προσφέρω, σερβίρω: Μου ~εις λίγο νερό (: μου δίνεις, μου ρίχνεις στο ποτήρι); Τι να σας βάλω (να πιείτε);|| (προφ., συνήθ. σε ταβέρνα:) Βάλε μια σαλάτα (= πιάσε, φέρε)!|| Έβαλε στα παιδιά να φάνε. 13. λαμβάνω υπόψη μου, υπολογίζω (χονδρικά): Μόνο τη βενζίνη να βάλεις, θα ξοδέψουμε πολλά λεφτά. Βάλε την ώρα να ετοιμαστώ, βάλε την κίνηση, θα μου πάρει περίπου δύο ώρες. 14. πετυχαίνω: Έβαλε γκολ/καλάθι/τρίποντο. Πόσους πόντους έβαλε; Πβ. σκοράρω. ● ΦΡ.: βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο: θέτω κάτι/κάποιον ως πρώτη προτεραιότητα: ~ει τη δουλειά πάνω από τη διασκέδαση/την οικογένεια πάνω απ' όλα., βάλε-βγάλε: η επαναλαμβανόμενη διαδικασία του να βάζει και να βγάζει κάποιος κάτι: Καλή η κουκούλα του αυτοκινήτου, αλλά αυτό το ~ ~ το βαριέμαι. Βλ. πλύνε-βάλε., βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): επιδιώκει, προσπαθεί επίμονα, είναι αποφασισμένος: Βάλθηκε να μας τρελάνει όλους/πάρει τη θέση πάση θυσία. Έχεις βαλθεί να με ξεκάνεις; Το έχει βάλει σκοπό να μας ταλαιπωρεί. Βλ. αμέτι-μουχαμέτι., έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα (προφ.): τον έχει ζημιώσει ή καταχρεώσει: Το μαγαζί που άνοιξε τον ~ ~. Βλ. είμαι/μπήκα μέσα., και βάλε (προφ.): και (πολύ) περισσότερο: Πρέπει να είναι πενήντα χρονών ~ ~., μου βάζεις δύσκολα: με φέρνεις αντιμέτωπο με δυσεπίλυτα ζητήματα., τα βάζω (με κάποιον/κάτι) 1. τον προκαλώ για διαμάχη, έρχομαι αντιμέτωπος μαζί του: Πήγαν να τα βάλουν με το μικρό παιδί. Μην τα ~εις μαζί του, γιατί είναι πιο δυνατός. 2. εκδηλώνω την οργή, την αγανάκτησή μου απέναντι σε κάποιον· του επιρρίπτω ευθύνες: Τα έχω βάλει με τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να ..., (βάζει/μπήκε) στον γύψο/στο ψυγείο βλ. γύψος, (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο βλ. πόδι, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (με) την ουρά στα/κάτω από τα σκέλια/σκέλη βλ. σκέλια, άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, βάζει (κάποιον) σε σκέψεις βλ. σκέψη, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του βλ. διάβολος, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (κάποιον) σε κόπο βλ. κόπος, βάζω (κάποιον) σε/στα έξοδα βλ. έξοδα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω (κάποιον/κάτι) (στο) σημάδι βλ. σημάδι, βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο βλ. κλήρος, βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία βλ. γωνία, βάζω (κάπου) το δάχτυλό/το δαχτυλάκι μου βλ. δάχτυλο, βάζω (κάτι) στη ζυγαριά βλ. ζυγαριά, βάζω (κάτι) στη/σε σειρά βλ. σειρά, βάζω γνώση βλ. γνώση, βάζω ένα (μικρό) πετραδάκι βλ. πετραδάκι, βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες βλ. ιδέα, βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα βλ. μέσα, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω κατά μέρος βλ. μέρος, βάζω κάτι σε πράξη βλ. πράξη, βάζω κάτι στο στόμα μου βλ. στόμα, βάζω κάτι/κάτι μπαίνει στο ντουλάπι βλ. ντουλάπι, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω λόγια (σε κάποιον) βλ. λόγια, βάζω λυτούς και δεμένους βλ. λυτός, βάζω μια (άνω) τελεία βλ. τελεία, βάζω μπελά στο κεφάλι μου βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω μυαλό/νιονιό βλ. μυαλό, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω πλώρη/ρότα βλ. πλώρη, βάζω πόδι βλ. πόδι, βάζω πόστα βλ. πόστα, βάζω στην άκρη/στην μπάντα βλ. άκρη, βάζω στην τσέπη βλ. τσέπη, βάζω στο ίδιο σακί/στο ίδιο τσουβάλι/στον ίδιο ντορβά βλ. σακί, βάζω στο ράφι βλ. ράφι, βάζω στο χέρι βλ. χέρι, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάζω τα δυνατά μου βλ. δυνατός, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω τελεία βλ. τελεία, βάζω/θέτω τη σφραγίδα (μου) βλ. σφραγίδα, βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) βλ. ψυχή, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, βάζω το μυαλό μου να δουλέψει βλ. μυαλό, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βάζω φουρνέλο (σε κάποιον/κάτι) βλ. φουρνέλο, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, βάζω φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, βάζω χέρι βλ. χέρι, βάζω χρέος βλ. χρέος, βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. υπογραφή, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, βάζω/θέτω θέμα βλ. θέμα, βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια βλ. ζιζάνιο, βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βαλ' του ρίγανη βλ. ρίγανη, βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα βλ. λύκος, για πού το 'βαλες; βλ. πού, δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) βλ. γλώσσα, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν το βάζω κάτω βλ. κάτω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, θέτω/βάζω σε ενέργεια βλ. ενέργεια, θέτω/βάζω σε κίνηση βλ. κίνηση, θέτω/βάζω/τοποθετώ τον πήχη (πολύ) ψηλά, βλ. θέτω, με βάζει σε/στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα βλ. ιδέα, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, ντύνομαι στα/στο χακί βλ. χακί, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) βλ. νους, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι βλ. στόμα, στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου) βλ. αυτί, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι, τα βάζω κάτω βλ. κάτω, το βάζω γινάτι βλ. γινάτι, το βάζω πείσμα βλ. πείσμα, το βάζω στα πόδια βλ. πόδι, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, τον βάζει κάτω βλ. κάτω, τον βάζω στη θέση του βλ. θέση, τον έβαλαν στη μέση βλ. μέση, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού βλ. μύτη [< μεσν. βάζω, βάνω, γαλλ. mettre, αγγλ. put]

θαλαμοφύλακας

θαλαμοφύλακας θα-λα-μο-φύ-λα-κας ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. επιτηρητής θαλάμου. Βλ. -φύλακας. [< γαλλ. garde de chambrée]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.