Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκορδίλα σκορ-δί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ανυπόφορη μυρωδιά σκόρδου. Βλ. -ίλα, κρεμμυδίλα.

-ίλα

-ίλα (προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~. 2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~. 3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.