Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σκορπιός σκορ-πιός ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. μικρό αραχνοειδές (τάξη Scorpionida), κυρ. της Μεσογείου και των τροπικών περιοχών, με δηλητηριώδες συνήθ. κεντρί στην άκρη της ουράς: κίτρινος/μαύρος ~. Δάγκωμα ~ιού. Τον τσίμπησε ~. 2. ΙΧΘΥΟΛ. κόκκινη σκορπίνα (επιστ. ονομασ. Scorpaena scrofa) κατάλληλη κυρ. για σούπες. 3. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Σ) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου· το όγδοο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (23 Οκτωβρίου-21 Νοεμβρίου) μεταξύ Ζυγού και Τοξότη· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του ατόμου που έχει γεννηθεί αυτήν την περίοδο. [< αρχ. σκορπίος]
  • σκόρπιος , ια, ιο σκόρ-πιος επίθ. 1. που βρίσκεται σε διάφορα σημεία, εδώ κι εκεί: ~ιες: πέτρες. ~ια: αντικείμενα/αποκόμματα/βιβλία/σύννεφα/φύλλα. ~ιοι κάλυκες στον δρόμο. Ποιήματα ~ια σε ανθολογίες. Ακούστηκαν ~ια χειροκροτήματα (= σποραδικά). Πβ. διασκορπισμένος, διάσπαρτος. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οργάνωσης, συνοχής: ~ια: ζωή. ~ιοι: στίχοι. ~ιες: αναφορές/γνώσεις/ειδήσεις/λέξεις/νότες/πληροφορίες/σκέψεις. ~ια: γεγονότα/δεδομένα/έγγραφα/λόγια.|| (κατ' επέκτ., προφ.) ~ιο: μυαλό (: αφηρημένο). Είναι ~ (: για πρόσ. ανοργάνωτο, ασυγκρότητο). Πβ. χύμα. ● επίρρ.: σκόρπια [< 1: σκόρπιος, 16ος αι.]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.