σκορπιός σκορ-πιός ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. μικρό αραχνοειδές (τάξη Scorpionida), κυρ. της Μεσογείου και των τροπικών περιοχών, με δηλητηριώδες συνήθ. κεντρί στην άκρη της ουράς: κίτρινος/μαύρος ~. Δάγκωμα ~ιού. Τον τσίμπησε ~.2. ΙΧΘΥΟΛ. κόκκινη σκορπίνα (επιστ. ονομασ. Scorpaena scrofa) κατάλληλη κυρ. για σούπες. 3. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Σ) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου· το όγδοο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (23 Οκτωβρίου-21 Νοεμβρίου) μεταξύ Ζυγού και Τοξότη· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του ατόμου που έχει γεννηθεί αυτήν την περίοδο. [< αρχ. σκορπίος]
σκόρπιος , ια, ιο σκόρ-πιος επίθ. 1. που βρίσκεται σε διάφορα σημεία, εδώ κι εκεί: ~ιες: πέτρες. ~ια: αντικείμενα/αποκόμματα/βιβλία/σύννεφα/φύλλα. ~ιοι κάλυκες στον δρόμο. Ποιήματα ~ια σε ανθολογίες. Ακούστηκαν ~ια χειροκροτήματα (= σποραδικά). Πβ. διασκορπισμένος, διάσπαρτος.2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οργάνωσης, συνοχής: ~ια: ζωή. ~ιοι: στίχοι. ~ιες: αναφορές/γνώσεις/ειδήσεις/λέξεις/νότες/πληροφορίες/σκέψεις. ~ια: γεγονότα/δεδομένα/έγγραφα/λόγια.|| (κατ' επέκτ., προφ.) ~ιο: μυαλό (: αφηρημένο). Είναι ~ (: για πρόσ. ανοργάνωτο, ασυγκρότητο). Πβ. χύμα. ● επίρρ.: σκόρπια [< 1: σκόρπιος, 16ος αι.]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.