Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκοτοδίνη σκο-το-δί-νη ουσ. (θηλ.): ζάλη και προσωρινή μείωση της όρασης: απότομη/ξαφνική ~. Μου ήρθε μια/με πιάνει ~. Πβ. ζαλάδα, ίλιγγος. Βλ. λιποθυμία. [< μεσν. σκοτοδίνη]

λιποθυμία

λιποθυμία λι-πο-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό-λογοτ.) λιποθυμιά: αιφνίδια και παροδική απώλεια των αισθήσεων, που οφείλεται σε ελλιπή αιμάτωση του εγκεφάλου: ~ από αφυδάτωση/εξάντληση/καύσωνα/πόνο/στρες/συγκίνηση/φόβο. Αίσθημα/τάσεις ~ας. Του ήρθε ~. Τον χτύπησαν μέχρι ~ας. Συνήλθε/τον συνέφεραν από τη ~. Πβ. λιγοθυμιά. Βλ. ζάλη, συγκοπή. [< αρχ. λιποθυμία, γαλλ. lipothymie, αγγλ. lipothymy, lipothymia]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.