Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκοτώνω σκο-τώ-νω ρ. (μτβ.) {σκότω-σα, σκοτώ-σει, -θηκε, -μένος, σκοτών-οντας} 1. αφαιρώ τη ζωή ανθρώπου ή ζώου: Ο δράστης πυροβόλησε και ~σε εν ψυχρώ το θύμα. Οδηγός παρέσυρε και ~σε πεζό (: από αμέλεια). Τους περικύκλωσαν και τους ~σαν. (ως απειλή) Mην κουνηθείς, θα σε ~σω.|| ~ονται άμαχοι. ~θηκε σε δυστύχημα/έκρηξη/ενέδρα/επιδρομή/επίθεση/καβγά/καταδίωξη/ληστεία/μάχη/συμπλοκή/τροχαίο. ~θηκε με το αυτοκίνητο/τη μοτοσικλέτα του. ~θηκε από βόμβα/ηλεκτροπληξία/νάρκη/πυρά/σφαίρες. ~θηκε πέφτοντας στο κενό (= αυτοκτόνησε). Φάλαινες ~μένες από λαθροθήρες. Πβ. δολοφονώ, θανατώνω, φονεύω. 2. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) πληγώνω σωματικά ή ψυχικά κάποιον, εξαντλώ: Πρόσεξε, θα με ~σεις (= χτυπήσεις)! Έπεσε και ~θηκε (= τσακίστηκε).|| Αυτή η δουλειά με ~ει (= εξουθενώνει). Η αναμονή με ~ει. Η φυγή του με ~σε (: με έκανε κομμάτια). Βλ. απογοητεύω, πικραίνω, στενοχωρώ.|| (κατ' επέκτ. στην αθλητική αργκό, εξουδετερώνω αντίπαλο:) Μας ~σαν τα τρίποντα. 3. (μτφ.-προφ.) καταστρέφω· ξεπουλώ: Το ντόπινγκ ~ει τον αθλητισμό.|| (χιουμορ., κυρ. για μουσικό, τραγουδιστή, αναγνώστη) Το ~σε το κομμάτι/το ποίημα. Πβ. εκτελώ, κατακρεουργώ, κατα~.|| Το ~σαν το οικόπεδο (: το πούλησαν κοψοχρονιά). Οι έμποροι ~ουν τις τιμές (: τις μειώνουν πολύ).σκοτώνει: γίνεται αιτία για την απώλεια της ζωής ανθρώπου ή άλλου ζωντανού οργανισμού: Η πείνα ~ εκατομμύρια παιδιά. Το νέφος/η ρύπανση ~ χιλιάδες πολίτες κάθε χρόνο. Τον ~σε το κρύο/ρεύμα. (ελλειπτ.) Τα εγκεφαλικά/εμφράγματα ~ουν. Πβ. ξεκάνω, ξεπαστρεύω. ● Παθ.: σκοτώνομαι (μτφ.-προφ.-εμφατ.) 1. δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο ή μεγάλη προθυμία για κάτι, ασχολούμαι εντατικά με αυτό: ~ στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Βγαίνει συχνά, δεν ~εται και στο διάβασμα. ~ονται ποιος θα φτάσει πρώτος (πβ. σπρώχν-, συναγωνίζ-ομαι). ~θηκε να μας περιποιηθεί/να προλάβει (πβ. σπεύδω, τσακίζομαι). Γύρισε ~μένος από την/στην κούραση (= πεθαμένος, ψόφιος). (ειρων.) Καλά, μη ~θείς κιόλας· δεν χρειάζεται να βιάζεσαι … 2. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον, τσακώνομαι: ~θηκα με τη φίλη μου· μαλλιά κουβάρια γίναμε. Είναι ~μένοι μεταξύ τους και δεν μιλιούνται. ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα (προφ.) : που δεν είναι έντονο, ζωηρό., μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα ● ΦΡ.: λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα: (μου συμπεριφέρεται) σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό: Με κοιτάζει/μου μιλάει ~ ~., ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό & (σπάν.) ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε δυναμώνει (μτφ.): οι δυσκολίες ενισχύουν, ισχυροποιούν όποιον τις αντιμετωπίζει. [< γερμ. Was mich nicht umbringt, macht mich stärker, αγγλ. what doesn't kill you makes you stronger] , σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) (προφ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) τον δέρνω ανελέητα. Πβ. σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο). 2. (κυριολ.) τον ξυλοκοπώ μέχρι θανάτου., σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου (μτφ.): ασχολούμαι με κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για να περάσει ο χρόνος: ~ ~, μέχρι να πάει πέντε. Σκότωνε ~ του στο καφενείο της γειτονιάς. Πβ. χαζολογάω, χασομερώ. ΣΥΝ. τρώω την ώρα (1), βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες βλ. μύγα, δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι βλ. μυρμήγκι, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν βλ. άλογο [< μεσν. σκοτώνω < αρχ. σκοτόω, σκοτῶ ‘τυφλώνω, ζαλίζω’, αγγλ. kill, γαλλ. tuer]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

άλογο

άλογο [ἄλογο] ά-λο-γο ουσ. (ουδ.) {αλόγ-ου | -ων} 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο χορτοφάγο θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus caballus), που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο, για άθληση ή αναψυχή· ειδικότ. το ενήλικο αρσενικό: άγριο/αραβικό/άσπρο/ατίθασο/αφηνιασμένο/γέρικο/ήμερο/θηλυκό (= φοράδα)/καθαρόαιμο/μαύρο/πολεμικό/ψωραλέο (= ψωρ~) ~. ~ ιππασίας/ιπποδρομιών (βλ. γκανιάν, φαβορί)/ράτσας. Οπλές/ουρά/πέταλα/σέλα/χαίτη ~ου. Σκυριανό ~ (ή αλογάκι της Σκύρου, μικρό σε μέγεθος· βλ. πόνι). Καβάλα στ' ~. Kάρο που το σέρνουν ~α. Άρμα με δύο/τέσσερα (πβ. τέθριππο) ~α. Ανεβαίνω στο/σελώνω το ~. Κρατούσε το ~ από το χαλινάρι. Τα ~α αφήνιασαν/καλπάζουν/τρέχουν/χλιμιντρίζουν. Γητευτής ~ων. Πβ. άτι, ίππος, ντορής, φαρί. Βλ. γαϊδούρι, μουλ-, πουλ-άρι, κουτσ~, κουφ~, παλι~.|| (κατ' επέκτ.) Ποντάρει τα λεφτά του στ' ~α (= στον ιππόδρομο). 2. (συνεκδ.) πιόνι στο σκάκι που απεικονίζει κεφάλι αλόγου: Ένα ~ κάνει κίνηση σχήματος "Γ". ΣΥΝ. ίππος (3) ● άλογα (τα) (προφ.): μονάδα μέτρησης της ισχύος μηχανής: Πόσα ~ βγάζει/είναι/έχει/μπορεί να φτάσει το αμάξι σου/ο κινητήρας; ΣΥΝ. ιπποδύναμη, ίπποι ● ΣΥΜΠΛ.: άλογο κούρσας βλ. κούρσα ● ΦΡ.: και πράσιν(α) άλογα (μτφ.-ειρων.): για υπερβολές, πράγματα που δεν ισχύουν, δεν στέκουν, σαχλαμάρες: Για ποια κούραση ~ ~ μιλάμε, τρεις βδομάδες δεν έκανε τίποτα. Πβ. παραμύθια της Χαλιμάς, τρίχες κατσαρές., ποντάρει σε κουτσό άλογο (μτφ.): στοιχηματίζει ή γενικότ. βασίζεται σε κάτι, από το οποίο δεν μπορεί να επωφεληθεί., σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν (μτφ.): για τον παραγκωνισμό ανθρώπων που παύουν να είναι παραγωγικοί στον τομέα τους, συνήθ. λόγω ηλικίας., βάζει το κάρο/την άμαξα μπροστά από το άλογο βλ. κάρο, ● βλ. αλογάκι [< μτγν. ἄλογον, γαλλ. cheval]

απογοητεύω

απογοητεύω [ἀπογοητεύω] α-πο-γο-η-τεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απογοήτευ-σα, -σει, -τηκα κ. -θηκα, -τεί κ. -θεί, -οντας, -μένος}: προκαλώ απογοήτευση, δυσαρεστώ: Αυτό που με ~ει είναι ... Το κόμμα ~σε τους ψηφοφόρους του. Μη με ~σεις (πβ. διαψεύδω). Πβ. αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω.|| Λυπάμαι που θα σε ~σω, αλλά ... Πβ. θλίβω, στενοχωρώ.|| Οι παίκτες ~σαν με την εμφάνισή τους (ΑΝΤ. εντυπωσίασαν)! ● Παθ.: απογοητεύομαι: χάνω το κουράγιο μου, απελπίζομαι: Έχει ~θεί από τις συνεχείς απορρίψεις/τις δυσκολίες/την κατάσταση/τους φίλους του. Ο κόσμος έχει ~θεί. ~τηκα που δεν ήρθες. ~τηκε και τα παράτησε. Δεν δείχνει να ~τηκε ιδιαίτερα με το αποτέλεσμα. Φανερά ~μένος μετά την ήττα της ομάδας του. Είμαι πολύ ~μένος από τις επιδόσεις σου (πβ. δυσαρεστημένος)! ΑΝΤ. αισιοδοξώ [< γαλλ. désenchanter]

μύγα

μύγα μύ-γα ουσ. (θηλ.) {μυγών}: ΖΩΟΛ. κοινό όνομα διαφόρων ειδών εντόμων της τάξης των διπτέρων, με χαρακτηριστικότερο είδος τη μυία την οικιακή (επιστ. ονομασ. Musca domestica), που έχει έξι πόδια, δύο φτερά, μαύρο χρώμα, κιτρινωπή κοιλιά, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και κοντή προβοσκίδα: ~ της Μεσογείου & μεσογειακή ~/της ελιάς (= δάκος). Ισπανική ~ (= κανθαρίδα). Βλ. αλογό-, κρεατό-, χρυσό-μυγα, τσε τσε. ● Υποκ.: μυγίτσα (η), μυγούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία μύγας: ΑΘΛ. μεσαία κατηγορία βάρους (περ. 51 κιλά) στην πυγμαχία. [< αγγλ. flyweight, 1911] , μύγα των φρούτων/του ξιδιού: ΖΩΟΛ. δροσόφιλα. [< αγγλ. fruit fly, γαλλ. mouche du vinaigre] ● ΦΡ.: (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι: για κάποιον που προσκολλάται, αφοσιώνεται σε κάτι, συνήθ. ευχάριστο: Υπάρχουν άνθρωποι που, όταν δουν δημοσιότητα, πέφτουν ~ ~., βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες (μτφ.-προφ.): (κυρ. για επιχείρηση) δεν έχω δουλειά, πελατεία και γενικότ. χάνω τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος: Το μαγαζί τις καθημερινές ~ει ~. Το προσωπικό δεν έχει τι να κάνει, ~ει ~. Πβ. κάθομαι, τεμπελιάζω., δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του: δεν δέχεται κουβέντα, κριτική. ΣΥΝ. έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά, έχω τη μύγα (του ...) (προφ.): έχω σε έντονο βαθμό ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ~ ~ της αμφιβολίας/του γραψίματος/της ειρωνείας., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (παροιμ.): για αναμενόμενη καταστροφική σύγκρουση., κάνω τη μύγα βόδι: μεγαλοποιώ μια κατάσταση. ΣΥΝ. κάνω την τρίχα τριχιά, σαν τις μύγες: πολλοί μαζί: Οι άνθρωποι στον Τρίτο Κόσμο πεθαίνουν ~ ~ από ασθένειες. Πβ. σωρηδόν., σαν τις μύγες στο σκατό (λαϊκό-μειωτ.): για πλήθος ανθρώπων που έλκονται από κάτι προσοδοφόρο: Έπεσαν πάνω στο πλιάτσικο ~ ~., βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, ούτε κουνούπι/μύγα βλ. κουνούπι, σαν τη μύγα μες στο γάλα βλ. γάλα, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι βλ. βλέπω, τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα βλ. τσετσέ, χάφτω μύγες βλ. χάφτω [< μεσν. μύγα]

μυρμήγκι

μυρμήγκι μυρ-μή-γκι ουσ. (ουδ.) {μυρμηγκ-ιού} & (προφ.) μερμήγκι & (λαϊκό) μέρμηγκας (ο): ΖΩΟΛ. έντομο (οικογ. Formicidae) που έχει κεφάλι με δύο κεραίες, θώρακα και κοιλιά, ανήκει στην τάξη των υμενόπτερων και ζει σε οργανωμένες αποικίες, οι οποίες αποτελούνται από λίγα γόνιμα θηλυκά (βασίλισσες), μικρότερα σε μέγεθος αρσενικά και πολλά και στείρα άπτερα θηλυκά (εργάτριες): κόκκινο/μαύρο/φτερωτό ~. Βλ. τερμίτης. ● Υποκ.: μυρμηγκάκι (το) ● ΦΡ.: δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι (μτφ.): είναι άκακος, ακίνδυνος, αγαθός: Μην τον φοβάσαι καθόλου, αυτός ~ ~ (πβ. ούτε κουνούπι/μύγα)., σαν (το) μυρμήγκι 1. με εργατικότητα: Έκανε περιουσία, δουλεύοντας ~ ~. 2. μικρός και ασήμαντος: Ήταν αδύναμος ~ ~. Από ψηλά οι άνθρωποι φαίνονταν σαν τα ~ια. 3. {στον πληθ.} για μεγάλο πλήθος: Ο κόσμος συνέρρεε σαν τα ~α. Πβ. μιλιούνια. [< μεσν. μυρμήγκι(ν), μερμήγκι(ν) < μτγν. μυρμήκιον < αρχ. μύρμηξ]

περιέργεια

περιέργεια πε-ρι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.): ζωηρή επιθυμία να μάθει κάποιος κάτι: διανοητική/έμφυτη/παιδική ~. Γεμάτος ~. Κοιτούν με ~. Κάτι μου γεννά/εξάπτει/κεντρίζει/κινεί/προκαλεί την ~. Η απάντησή του ικανοποίησε την ~ά μου. Δεν είχε καμία ~ να τον γνωρίσει. Ρωτάω από απλή ~. Δεν σου λέω τι έγινε, για να σκάσεις από ~. Πβ. φιλο~. ● ΦΡ.: η περιέργεια σκότωσε τη γάτα (μτφ.-χιουμορ.): για τις αρνητικές συνέπειες της περιέργειας. [< αγγλ. curiosity killed the cat] , με τρώει η περιέργεια (μτφ.-προφ.): είμαι πολύ περίεργος: ~ ~ να μάθω τι συνέβη. [< αρχ. περιεργία, μτγν. περιέργεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.