Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σκούπα σκού-πα ουσ. (θηλ.) 1. εργαλείο που αποτελείται από βούρτσα με σκληρές τρίχες προσαρμοσμένη στο άκρο κονταριού για τον καθαρισμό κυρ. δαπέδων από σκόνες και σκουπίδια: ξύλινη/πλαστική/ψάθινη ~. ~ και φαράσι. Από πότε έχει να μπει ~ εδώ (: έχεις να σκουπίσεις); Βλ. ταβανό-, τσουγκρανό-σκουπα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μηχανική ~ (: μηχάνημα με κινούμενες βούρτσες, προσαρμοσμένο σε όχημα). 2. (μτφ.) ως παραθετικό σύνθετο με την έννοια της σαρωτικής, καταλυτικής παρέμβασης, συνήθ. επίσημης Αρχής: Νομοσχέδιο-~, που ρυθμίζει εκκρεμή ασφαλιστικά ζητήματα. Ρύθμιση-~ για χρέη. ● Υποκ.: σκουπίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: επιχείρηση-σκούπα: εκκαθαριστική ενέργεια των Αρχών με σκοπό τον δραστικό έλεγχο της εφαρμογής συγκεκριμένου νόμου: ~ ~ της Αστυνομίας., ηλεκτρική σκούπα & (προφ.) σκούπα: συσκευή που λειτουργεί με ρεύμα και απορροφά σκόνη, υγρά και στερεά απορρίμματα: επαγγελματική/οικιακή ~ ~. Καθαρίζω τα χαλιά με ~ ~. Βάζω ~ ~. Σακούλα/σωλήνας ~ής ~ας. [< γαλλ. balai électrique, αγγλ. vacuum cleaner/sweeper, 1903] ● ΦΡ.: (τα) σούρνω/σέρνω (σε κάποιον) βλ. σέρνω [< 12ος αι. < λατ. scopa ‘δέσμη από θαμνώδη φυτά ή χόρτα σε μορφή σκούπας’]
  • σκουπάκι σκου-πά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. μικρή σκούπα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. & ηλεκτρικό σκουπάκι: μικρή ηλεκτρική συσκευή καθαρισμού που απορροφά σκόνες και σκουπίδια: επαναφορτιζόμενο/φορητό ~. ~ κουζίνας/μπαταρίας/πληκτρολογίου/χειρός.

σέρνω

σέρνω σέρ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσυρα, σύρει, σύρ-θηκα, -θεί, -μένος, σέρν-οντας} & (επίσ.) σύρω & (λαϊκό) σούρνω 1. μετακινώ κάτι που είναι σε διαρκή επαφή με το έδαφος ή το δάπεδο, συχνά με δύναμη ή δυσκολία: Μη ~εις τον καναπέ/τις παντόφλες σου (πβ. σβαρνίζω). Έσερνε τη βαλίτσα/το καρότσι της. Βλ. παρασύρω.|| (ειδικότ., για υπολογιστή) Σύρουμε το ποντίκι αριστερά/δεξιά. ~ τον κέρσορα. 2. (μτφ.) τραβώ κάποιον, τον οδηγώ κάπου παρά τη θέλησή του ή τον υποχρεώνω να κάνει κάτι: Τη ~ει από τα μαλλιά. Τον έσυρε έξω από το σπίτι/προς την πόρτα. Με ~ουν στο κρατητήριο/στο Τμήμα. ~θηκε στα δικαστήρια.|| Τον έσυραν να καταθέσει. ~θηκε σε δίκη/παραίτηση. Η χώρα σύρεται σε εκλογές. Βλ. διασύρω.σύρατε: συνήθ. ως επιγραφή σε εισόδους με συρόμενη πόρτα. ΑΝΤ. έλξατε., σύρε (λαϊκό): πήγαινε: ~ να ... ~ στο καλό. Πβ. άντε. ● Παθ.: σέρνομαι 1. κινούμαι, μετακινούμαι έρποντας: Τραυματισμένος ~θηκε μέχρι/ως την πόρτα. ~εται (= κυλιέται) στις λάσπες/στα χώματα. Tο φίδι σερνόταν στο έδαφος. Η κουρτίνα ~εται (: ακουμπά στο πάτωμα). 2. (μτφ.-προφ.) περπατώ ή περιφέρομαι αργά, χωρίς σκοπό και διάθεση, συνήθ. από κούραση: Είμαι τόσο κουρασμένη που ~. Σερνόμουν από καρέκλα σε καρέκλα/από τη νύστα. ~ όλη μέρα σήμερα (= είμαι εξαντλημένος). Σερνόταν στους δρόμους.|| (στον αθλητισμό) Η ομάδα/ο παίκτης σερνόταν στο γήπεδο. ΑΝΤ. πετώ. 3. {μόνο στο γ' πρόσ.} (μτφ.-προφ.) για συσκευή, σύστημα με ελαττωματική λειτουργία: Ο υπολογιστής/η σύνδεση ~εται. 4. {μόνο στο γ' πρόσ.} (προφ., για αρρώστια) κυκλοφορεί, μεταδίδεται: ~εται γρίπη/ίωση.|| (κατ' επέκτ.) ~εται η αβεβαιότητα/απειλή. 5. {μόνο στο γ' πρόσ.} χρονίζει, διαρκεί πολύ: Σωρεία εκκρεμοτήτων που ~ονται (: τραβούν σε μάκρος). ● Μτχ.: συρόμενος , η, ο: που σύρεται: ~ος: αναβατήρας (για σκι)/απορροφητήρας/διακόπτης/καναπές/μηχανισμός. ~η: άγκυρα (= τελεσκί)/βάση/επιφάνεια/καγκελόπορτα/κατασκευή/μπαλκονόπορτα/ντουλάπα/οροφή/πόρτα. ~ο: κούφωμα/κρεβάτι/ράφι/παράθυρο/πληκτρολόγιο. Κινητό τηλέφωνο με ~η πρόσοψη. Πβ. συρταρωτός, συρτός. ● ΦΡ.: (τα) σούρνω/σέρνω (σε κάποιον) & (σπάν.) σέρνω (σε κάποιον) όσα σέρνει η σκούπα (λαϊκό): τον επικρίνω ή τον βρίζω: Μου έσουρε τα χίλια μύρια., σέρνω μαζί μου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): φέρνω, κουβαλώ: Ποιος είναι αυτός που ~ει ~ της;, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου (προφ.): μετακινούμαι αργά και με δυσκολία ή απροθυμία: ~ ~ από κούραση και απογοήτευση.|| (μτφ.) ~ουν τα πόδια τους στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων. Πβ. κωλυσιεργώ. [< γαλλ. traîner les pieds/pas] , σέρνω τον χορό 1. έχω την πρώτη θέση σε κυκλικό κυρ. παραδοσιακό χορό και οδηγώ τους άλλους χορευτές. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ: Οι νέοι ~ουν ~ της ανεργίας (: αποτελούν τους περισσότερους ανέργους).|| Το ψέμα ~ει ~ (= κυριαρχεί)., σέρνω/σύρω φωνή (λαϊκό): φωνάζω πολύ δυνατά, κραυγάζω. , ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο βλ. αναβαλλόμενος, δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου βλ. πόδι, δένομαι/προσδένομαι/σέρνομαι πίσω από το/στο άρμα (κάποιου) βλ. άρμα, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη βλ. μύτη [< αρχ. σύρω, μεσν. σέρνω, γαλλ. traîner]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.