σκούπα σκού-πα ουσ. (θηλ.) 1. εργαλείο που αποτελείται από βούρτσα με σκληρές τρίχες προσαρμοσμένη στο άκρο κονταριού για τον καθαρισμό κυρ. δαπέδων από σκόνες και σκουπίδια: ξύλινη/πλαστική/ψάθινη ~. ~ και φαράσι. Από πότε έχει να μπει ~ εδώ (: έχεις να σκουπίσεις); Βλ. ταβανό-, τσουγκρανό-σκουπα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μηχανική ~ (: μηχάνημα με κινούμενες βούρτσες, προσαρμοσμένο σε όχημα).2. (μτφ.) ως παραθετικό σύνθετο με την έννοια της σαρωτικής, καταλυτικής παρέμβασης, συνήθ. επίσημης Αρχής: Νομοσχέδιο-~, που ρυθμίζει εκκρεμή ασφαλιστικά ζητήματα. Ρύθμιση-~ για χρέη. ● Υποκ.: σκουπίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: επιχείρηση-σκούπα: εκκαθαριστική ενέργεια των Αρχών με σκοπό τον δραστικό έλεγχο της εφαρμογής συγκεκριμένου νόμου: ~ ~ της Αστυνομίας., ηλεκτρική σκούπα & (προφ.) σκούπα: συσκευή που λειτουργεί με ρεύμα και απορροφά σκόνη, υγρά και στερεά απορρίμματα: επαγγελματική/οικιακή ~ ~. Καθαρίζω τα χαλιά με ~ ~. Βάζω ~ ~. Σακούλα/σωλήνας ~ής ~ας. [< γαλλ. balai électrique, αγγλ. vacuum cleaner/sweeper, 1903] ● ΦΡ.: (τα) σούρνω/σέρνω (σε κάποιον) βλ. σέρνω [< 12ος αι. < λατ. scopa ‘δέσμη από θαμνώδη φυτά ή χόρτα σε μορφή σκούπας’]
σκουπάκι σκου-πά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. μικρή σκούπα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. & ηλεκτρικό σκουπάκι: μικρή ηλεκτρική συσκευή καθαρισμού που απορροφά σκόνες και σκουπίδια: επαναφορτιζόμενο/φορητό ~. ~ κουζίνας/μπαταρίας/πληκτρολογίου/χειρός.
σέρνω
σέρνω σέρ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσυρα, σύρει, σύρ-θηκα, -θεί, -μένος, σέρν-οντας} & (επίσ.) σύρω & (λαϊκό) σούρνω 1. μετακινώ κάτι που είναι σε διαρκή επαφή με το έδαφος ή το δάπεδο, συχνά με δύναμη ή δυσκολία: Μη ~εις τον καναπέ/τις παντόφλες σου (πβ. σβαρνίζω). Έσερνε τη βαλίτσα/το καρότσι της. Βλ. παρασύρω.|| (ειδικότ., για υπολογιστή) Σύρουμε το ποντίκι αριστερά/δεξιά. ~ τον κέρσορα.2. (μτφ.) τραβώ κάποιον, τον οδηγώ κάπου παρά τη θέλησή του ή τον υποχρεώνω να κάνει κάτι: Τη ~ει από τα μαλλιά. Τον έσυρε έξω από το σπίτι/προς την πόρτα. Με ~ουν στο κρατητήριο/στο Τμήμα. ~θηκε στα δικαστήρια.|| Τον έσυραν να καταθέσει. ~θηκε σε δίκη/παραίτηση. Η χώρα σύρεται σε εκλογές. Βλ. διασύρω. ● σύρατε: συνήθ. ως επιγραφή σε εισόδους με συρόμενη πόρτα. ΑΝΤ. έλξατε., σύρε (λαϊκό): πήγαινε: ~ να ... ~ στο καλό. Πβ. άντε. ● Παθ.: σέρνομαι1. κινούμαι, μετακινούμαι έρποντας: Τραυματισμένος ~θηκε μέχρι/ως την πόρτα. ~εται (= κυλιέται) στις λάσπες/στα χώματα. Tο φίδι σερνόταν στο έδαφος. Η κουρτίνα ~εται (: ακουμπά στο πάτωμα).2. (μτφ.-προφ.) περπατώ ή περιφέρομαι αργά, χωρίς σκοπό και διάθεση, συνήθ. από κούραση: Είμαι τόσο κουρασμένη που ~. Σερνόμουν από καρέκλα σε καρέκλα/από τη νύστα. ~ όλη μέρα σήμερα (= είμαι εξαντλημένος). Σερνόταν στους δρόμους.|| (στον αθλητισμό) Η ομάδα/ο παίκτης σερνόταν στο γήπεδο. ΑΝΤ. πετώ.3. {μόνο στο γ' πρόσ.} (μτφ.-προφ.) για συσκευή, σύστημα με ελαττωματική λειτουργία: Ο υπολογιστής/η σύνδεση ~εται. 4. {μόνο στο γ' πρόσ.} (προφ., για αρρώστια) κυκλοφορεί, μεταδίδεται: ~εται γρίπη/ίωση.|| (κατ' επέκτ.) ~εται η αβεβαιότητα/απειλή. 5. {μόνο στο γ' πρόσ.} χρονίζει, διαρκεί πολύ: Σωρεία εκκρεμοτήτων που ~ονται (: τραβούν σε μάκρος). ● Μτχ.: συρόμενος , η, ο: που σύρεται: ~ος: αναβατήρας (για σκι)/απορροφητήρας/διακόπτης/καναπές/μηχανισμός. ~η: άγκυρα (= τελεσκί)/βάση/επιφάνεια/καγκελόπορτα/κατασκευή/μπαλκονόπορτα/ντουλάπα/οροφή/πόρτα. ~ο: κούφωμα/κρεβάτι/ράφι/παράθυρο/πληκτρολόγιο. Κινητό τηλέφωνο με ~η πρόσοψη. Πβ. συρταρωτός, συρτός. ● ΦΡ.: (τα) σούρνω/σέρνω (σε κάποιον) & (σπάν.) σέρνω (σε κάποιον) όσα σέρνει η σκούπα (λαϊκό): τον επικρίνω ή τον βρίζω: Μου έσουρε τα χίλια μύρια., σέρνω μαζί μου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): φέρνω, κουβαλώ: Ποιος είναι αυτός που ~ει ~ της;, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου (προφ.): μετακινούμαι αργά και με δυσκολία ή απροθυμία: ~ ~ από κούραση και απογοήτευση.|| (μτφ.) ~ουν τα πόδια τους στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων. Πβ. κωλυσιεργώ. [< γαλλ. traîner les pieds/pas] , σέρνω τον χορό1. έχω την πρώτη θέση σε κυκλικό κυρ. παραδοσιακό χορό και οδηγώ τους άλλους χορευτές. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ: Οι νέοι ~ουν ~ της ανεργίας (: αποτελούν τους περισσότερους ανέργους).|| Το ψέμα ~ει ~ (= κυριαρχεί)., σέρνω/σύρω φωνή (λαϊκό): φωνάζω πολύ δυνατά, κραυγάζω. , ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο βλ. αναβαλλόμενος, δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου βλ. πόδι, δένομαι/προσδένομαι/σέρνομαι πίσω από το/στο άρμα (κάποιου) βλ. άρμα, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη βλ. μύτη [< αρχ. σύρω, μεσν. σέρνω, γαλλ. traîner]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.