Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκρίνιο σκρί-νιο ουσ. (ουδ.): ξύλινο έπιπλο με βιτρίνα, ράφια και συρτάρια ή ντουλάπια από κάτω, όπου φυλάσσονται σερβίτσια, ασημικά ή διακοσμητικά αντικείμενα: νησιώτικο/παλιό/σκαλιστό/χειροποίητο ~. [< μτγν. σκρίνιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.