Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκυροδέτηση σκυ-ρο-δέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΟΙΚΟΔ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκυροδετώ: ~ δαπέδου/θεμελίωσης/οδοστρώματος/πλάκας/τοίχου. ~ σε υψηλές/χαμηλές θερμοκρασίες. Καλούπωμα και ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.