σκωτσέζικος , η, ο σκω-τσέ-ζι-κος επίθ. & σκοτσέζικος: που σχετίζεται με τη Σκωτία ή/και τους Σκωτσέζους: ~η: γκάιντα/φούστα (: κιλτ ή κάθε πολύχρωμη καρό φούστα με πιέτες, που μοιάζει με αυτό). ~ο: ουίσκι/ύφασμα (βλ. τάρταν). ΣΥΝ. σκωτικός ● ΣΥΜΠΛ.: σκωτσέζικο ντους βλ. ντους
ντους
ντους ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντουζ 1. πλύσιμο του σώματος με νερό που πέφτει με πίεση: ζεστό/κρύο/πρωινό/χαλαρωτικό ~. Κάνω ~. Πβ. μπάνιο.2. (ειδικότ.) υδραυλική εγκατάσταση για ροή νερού με πίεση· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: τηλέφωνο ~. Μπαίνω/στέκομαι κάτω από το ~.|| Καμπίνες ~. Λουτρό με ~ (= ντουζιέρα). Πβ. καταιονητήρας. Βλ. τζακούζι. ● ΣΥΜΠΛ.: σκωτσέζικο ντους1. (μτφ.) για εναλλασσόμενες θετικές και αρνητικές καταστάσεις ή εξελίξεις· για ξαφνική, συνήθ. δυσάρεστη, τροπή των γεγονότων: το ~ ~ της εξωτερικής πολιτικής/του χρηματιστηρίου. Το ματς έμοιαζε με ~ ~.2. ντους με κρύο και ζεστό νερό εναλλάξ. [< γαλλ. douche]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.