Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκωτσέζικος , η, ο σκω-τσέ-ζι-κος επίθ. & σκοτσέζικος: που σχετίζεται με τη Σκωτία ή/και τους Σκωτσέζους: ~η: γκάιντα/φούστα (: κιλτ ή κάθε πολύχρωμη καρό φούστα με πιέτες, που μοιάζει με αυτό). ~ο: ουίσκι/ύφασμα (βλ. τάρταν). ΣΥΝ. σκωτικός ● ΣΥΜΠΛ.: σκωτσέζικο ντους βλ. ντους

ντους

ντους ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντουζ 1. πλύσιμο του σώματος με νερό που πέφτει με πίεση: ζεστό/κρύο/πρωινό/χαλαρωτικό ~. Κάνω ~. Πβ. μπάνιο. 2. (ειδικότ.) υδραυλική εγκατάσταση για ροή νερού με πίεση· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: τηλέφωνο ~. Μπαίνω/στέκομαι κάτω από το ~.|| Καμπίνες ~. Λουτρό με ~ (= ντουζιέρα). Πβ. καταιονητήρας. Βλ. τζακούζι. ● ΣΥΜΠΛ.: σκωτσέζικο ντους 1. (μτφ.) για εναλλασσόμενες θετικές και αρνητικές καταστάσεις ή εξελίξεις· για ξαφνική, συνήθ. δυσάρεστη, τροπή των γεγονότων: το ~ ~ της εξωτερικής πολιτικής/του χρηματιστηρίου. Το ματς έμοιαζε με ~ ~. 2. ντους με κρύο και ζεστό νερό εναλλάξ. [< γαλλ. douche]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.